United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν ίσως αγαπάς πολύ, κι’ αν ίσως είσαι κι’ άξιος Και δεν φοβάσαι τίποτε στον κόσμο τον απάνω, Τρέξε, μη χάνης μια στιγμή, και φέρε μου όσα σου είπα. Άμ’ άκουσε της Μάγισσας αυτά τα λόγια ο Γιάννος, Της είπε με βραχνή φωνή και σουφρωμένα φρείδια: — Την αγαπώ παραπολύ και λυόνω, σαν το χιόνι, Που το χτυπάει ζεστή νοτιά, κι’ ήλιος γλυκός το δέρνει. Ποτέ μου δεν εδείλιασα κι’ είμαι άξιος και παράξιος.

Τι περίεργο γυαλί που είταν εκείνο! Όσες αχτίδες είχε ο ήλιος, όσες αχτίδες σκόρπιζε απάνω στη γις, τις έπαιρνε το γυαλί, τις περιμάζεβε μέσα του, τις συγκέντρωνε, τις έκαμνε μια φλόγα μοναδική. Οι μικροπολίτες έλιωναν έλιωναν ένας ένας· φαίνεται πως τους έκαιγε το γυαλί, και δε βαστούσε το τρυφερό τους το πετσάκι σε τέτοια φωτιά. Έτσι αφανίστηκαν όλοι κ' έμεινε η χώρα άδεια μια στιγμή.

Τώρα πια ορκίσου πως θα κάμης ό,τι αυτήν την ύστερη στιγμή θα σου ζητήσω, αν και μου είναι αδύνατον να εύρω αυτό που αξίζει να δώσης ως αντάλλαγμα της τόσης μου θυσίας. Γιατί δεν είναι τίποτε στον κόσμο πιο μεγάλο και πιο πολυτιμότερον απ' την ζωή του ανθρώπου. Έπειτα θε να ιδής και συ πως δεν θα σου ζητήσω τίποτε άδικον, γιατί το ξέρω πως το ίδιο θα αγαπάς και συ αυτά τα δύστυχα παιδιά μας.

Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσεν εμπρός μου, πίσω έμεινε σαν να εδιάβηκε φάλαινα. — Στοπ! φωνάζω· σταθήτε! Εστάθηκε το καΐκι, εγύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι πελώριο δέντρο σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω τον λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω.

Κάποια στιγμή όμως κατέβαινε κι εκείνη για να μπει στο χορό μαζί με τις άλλες γυναίκες, κι εκείνη έπαιρνε μέρος στη γιορτή και ήταν η πιο τρελή απ’ όλες, σαν την Γκριζέντα και σαν τη Νατόλια, και αισθανόταν στην καρδιά της τη φλόγα, τη γλύκα, το πάθος όλων εκείνων των γυναικών μαζί. Ο Τζατσίντο της έσφιγγε το χέρι και το πανηγύρι τριγύρω, μες στην αυλή, στον κόσμο ολόκληρο, ήταν γι’ αυτούς….

Ξέρε το: πως τη στιγμή όπου θάχης μαθημένα όλα τούτα από μένα, κάθε δόξα και τιμή που ο κόσμος θα σου κάνη, ως τον ουρανό θα φθάνη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και θα κάνω λοιπόν τι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αχ! μια τέτοια ευτυχία εγώ τάχα θα τη ιδώ;

Και μέσα στο στερνό εκείνο και φλογερό κοίταγμά τους, όλα τα γλυκά όνειρα κ' οι φλογερές και διαφορετικές επιθυμίες της περασμένης νύχτας, λυόνουν στα μάτια τους για μια στιγμή σε δάκρια πικρά, όσο που ο πράσινος τοίχος του μονοπατιού, χωρίζει αιώνια αυτόν που φεύγει για τον αηδιασμένο κόσμο του, κι αυτή που απομένει στην άχαρη εξοχή της.

Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 667 Μα μιας την πρύμη ο Έχτορας και μπόρεσε να πιάσει, 716 πια δεν την άφινε στιγμή κρατώντας τη φιγούρα με τα διο χέρια δυνατά, και φώναξε τους Τρώες «Φέρτε φωτιά, κι' ως στο στερνό σα σκύλοι πολεμάτε!

Οι μεν Αθηναίοι εκραύγαζαν ότι έπρεπε να παραβιασθή η έξοδος, ότι η στιγμή εκείνη ήτο κρίσιμος και ότι έπρεπε να πολεμήσουν ανδρείως, διά να εξασφαλίσουν την εις τας πατρίδας των επάνοδον· οι δε Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι ότι καλόν θα ήτο να εμποδίσουν την απόδρασιν των εχθρών, και διά του κατορθώματος τούτου να δοξάση καθένας την πατρίδα του.

Και πρι να τον πάρη του Πανάγου το μάτι, κοντοστέκεται ο Πιστός ως δέκα βήματα δεξά του, ακκουμπάει στα πισωμέρια του μια στιγμή, τινάζει αστραπές από τα ολόξυπνα μάτια του, και δες του ένα ολόχαρο αλήχτισμα. Ολόρθη αμέσως από τη μια η ξαφνισμένη η Ασήμω, ξύλο μονάχο από την άλλη ο Πανάγος! Κοιταχτήκανε κατάματα μια στιγμή.