United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον το εσπέρας εξήλθε μετά κόπου κ' εκάθισεν έξω παρά την θύραν της καλύβας. Οι αμνοί της Λαμπρής, κάτασπροι ωσάν τα χιόνια εκ του πάχους, εκρέμαντο προ της θύρας των καλυβών καθ' όλα έτοιμοι διά το σουβλί.

Δεν ξαναφάνηκε για πολλές μέρες και ο Έφις άρχισε ν’ ανησυχεί και για τον λόγο ότι τα λαχανικά και τα φρούτα στοιβάζονταν στη σκιά της καλύβας και δεν ερχόταν κανείς να τα πάρει.

Τα σκυλιά μας, μπήκαν κι αυτά μαζί μας καταλασπωμένα και τρεμουλιασμένα από το νερό κι από το κρύο. Ξεφορτωθήκαμε το κυνήγι μας. Φαλαρίδες, παπιά και μπεκάτσες, ένας μεγάλος άσπρος κύκνος κι ένα σωρό κοτσύφια, κρεμάστηκαν ψηλά στο καπνισμένο δοκάρι της καλύβας.

Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν. — Ξέρω κ' εγώ, αδερφέ έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε. — Και τον αφώρεσαν; — Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!. . . — Για 'κείνο ήρθ' εδώ; — Για 'κείνοαμ' τι;

Οι πλησιέστεροι εκ των εχθρών, οι οποίοι είχον εννοήσει την αναχώρησιν και ήσαν έτοιμοι, μόλις είδον τους Έλληνας αναχωρήσαντας, εμβαίνουν εις τους εγκαταλειφθέντας προμαχώνας και βάλλουσι φωτίαν εις τας καλύβας διά να δώσωσιν ευκολώτερον και εις τους λοιπούς Τούρκους την είδησιν της φυγής.

Το παν, το παν να πληθύνεται διά μυρίων μορφών και τους ανθρώπους έπειτα εις τας καλύβας των ν' ασφαλίζωνται κάμποσοι μαζί και να συνοικίζωνται και να εξουσιάζουν εις την ιδέαν των τον απέραντον κόσμον!

Είπε και τότες τούπιασε το χέρι το δεξύ του εκεί στο χτένι, μην τυχόν και βάλει ο νους του φόβους. Κι' εκείνοι οι διο στο πρόσπιτο, ο βασιλιάς κι' ο κράχτης, πλαγιάζουν, κι' είχε συλλογές ο νους τους και φροντίδες. Μα ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας 675 το βάθος, κι' η ροδόθωρη κοντά του η Βρισοπούλα.

Του μύρισ' ο Καλύβαςτης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος Είναι βαρύς, θανατερός κι' όποιος περάση εκείθε Σκοτάδι κι' αποκάρωμα. θα τώμαθε και μένει Ναρθή με τον Ομέρπασα.

Οι βλάχοι ήμελξαν έκαστος τα πρόβατά του, έθεσαν το γάλα εντός μεγάλου λέβητος και περάσαντες διά των λαβίδων του χονδράν ράβδον, εστήριξαν τα δύο άκρα της επί δύο ορθίων στηλών και αφήκαν ανηρτημένον τον λέβητα εις την δρόσον της νυκτός. Εισήλθον έπειτα ενωρίς εις τας καλύβας των και ηπλώθησαν επί των μαλλίνων στρωμνών των να υπνώσουν ολίγον μέχρι της ώρας της Αναστάσεως.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση, γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός· είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση, είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός, μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξης, όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξης.