United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν να το είχε καταλάβει και πριν τον διατάξη ο καπετάνιος είχε τα μάτια τουτον Αράπη. Άμα τον διέταξεν ο καπετάνιος, με το κεφάλι του το μεγάλο, ο Παπαδράκος ανασκουμπωμένος όπως ήτανε, χυμάτην πλώρη. Τρώει ένα κύμα, τρώει δεύτερο, τρώει τρίτο. Τρεις φοραίς πέφτει πίστομα όσο ν' αναβήτην πλώρη. Τρεις φοραίς σαν νεροβάρελο εκατρακύλισετην κουβέρτα και τρεις φοραίς σηκώθηκε.

Χέρι χέρι οι αρπαγές κ’ οι κούρσες τρέχουν, φορτωμένους συναντούνε οι φορτωμένοι κι ο άδειος κράζει τ’ αδειανού, να ’χη κολλήγα, μα ο κεθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα ούτε κ’ ίσια θέλει να ’χη. -Ω, τι θα γένη! Χύμα χάμου όλ’ οι καρποί, λύπη σού φέρνουν, με πικρό οι νοικοκυρές μάτι κοιτάζουν: πλήθι’ ανάκατα της γης τα δώρ’ αρπάζουν τ’ αδιαφόρετα τα κύματα και σέρνουν.

Η μεγάλη και πολύμορφη σπουδή του δεν έγινε πυκνό μαντρί να κλείση τάστρα και το φως από τα μάτια του· έγινε ψηλή κορφούλα κι απάνω ανεβασμένος εκείνος, βίγλιζε τον κόσμο με μάτι σταυραϊτού· σταυραϊτού που χυμά στον κάμπο κι αδράχνει το εκλεχτότερο κυνήγι. Ούτε η πρόληψη τον σταματούσε ούτε η αλήθεια τον τρόμαζε.

Τα παράθυρα της τραπεζαρίας είναι ανοιχτά, η μυρουδιά από τις πασκαλιές χυμά μέσα με τη βραδινή αύρα, ο ήλιος γέρνει να βασιλέψη και στον τοίχο απάνω από το πιάνο τρέμουν οι αχτίδες του. Στο πιάνο είναι καθισμένη η μητέρα ντυμένη λευκό καλοκαιρινό φόρεμα, γύρω στέκουν οι άλλοι και στη μέση τραγουδά ο μικρός Σβεν.

Ό ήλιος έγερνε στη δύση και γύρω στάλαζε ένα κλάμα. Δεν ήταν τ' άστρα που μπροστά μου σκορπίστηκαν διαμάντια χύμα, ήταν τα μάτια σουχαρά μου. Γοργά μας πήγαινε το κύμαΔες η αυγή το φως της κάνει στην κόμη σου χρυσό στεφάνι! Από τα μάτια σου είναι η μέρα που χύνεται μες στον αέρα. Στα πράσινα νερά γκρεμίζει πύργους το κύμα, πύργους χτίζει, στη θάλασσα δε φαίνεται άκρη.

Και πρώτη πρώτ' η Δαλιδά να έλθη από σας, που του Σαμψώνος έκοψε τας τρίχας τας χρυσάς, τυφλόν δε και παράλυτον και παίγνιον της μοίρας εις τας εχθράς τον έρριψε των Φιλισταίων χείρας. Τον Ιωσήφ τον πάγκαλον κυττάζω μ' απορίαν να φεύγη την σφαδάζουσαν του Πετεφρή κυρίαν, κι' αυτή χυμά επάνω του με γλαρωμένα μάτια και του παγκάλου γίνεται το φόρεμα κομμάτια.

Έτσι κ' η άνοιξη, η χλοϊσμένη, θλίβεται βαθιά σα μαυροσυννεφιάση ο αχνογάλανος ουρανός Όταν ξαναείδε ο Νίκος τη Βεργινία στο κρεββάτι της, άσπρη κ' έρημη μέσα στο σκιόφωτο-αισθάνθηκ' ένα χύμα από εσπλαχνία να ξεχειλίζη μέσα του: από όλη την ευτυχία των νιάτων και της ζωής, αυτή δεν είχε τίποτα ! κι αυτός τα είχε όλα-κι ακόμα και το λίγο εκείνο πούτονε δικό της της τόχε κλέψει, αφού της είχε πάρει πίσω τον εαυτό του πούτον το μόνο της καλό.