Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Και σηκώθηκε. Δρασκέλισε το λοφάκι πούκανε το κορμάκι της Λιόλιας κάτω απ’ το πάπλωμα. . και της έδωσε να πιή λίγο γάλα. Θα σου φέρω αύριο πάλι το γιατρό να δούμε τι θα κάνουμε ! της είπε τελευταίο. Έπειτα ξανάπεσε κι αποκοιμήθηκε στο λεφτό.
Καθ' όσον μάλιστα, εις εμέ τουλάχιστον, είναι πάντοτε από όλα τα πράγματα το πλέον ευχάριστον να ομιλώ εγώ ο ίδιος διά τον Σωκράτην και ν' ακούω άλλον να ομιλή δι' αυτόν και ούτω να τον φέρω εις την ενθύμησίν μου. Εχεκράτης.
— Είπεν ότι θα το φέρη ο ίδιος αύριον, είπεν ο Σκούντας. — Α, έκαμεν η Βεάτη. — Και αν δεν ειμπορέση, θα υπάγω ο ίδιος αύριον να σας το φέρω. — Έτσι; — Τώρα μ' έστειλε διά να σας αναγγείλω ότι αύριον το πρωί έρχεται το κλειδί. — Πολύ καλά. — Και κάτι άλλας παραγγελίας ακόμα, είπεν ο Σκούντας. — Τι παραγγελίας; Ο Σκούντας περιέβλεψε κύκλω. — Δεν μας ακούει κανείς; είπεν. — Είμεθα μόνοι. Λέγε.
ΒΕΡΑ — Μιλώ για τον εαυτό μου. Πώς να ζυγώσω στο βωμό, πώς θέλεις να ζυγώσω; Και τι να φέρω στους θεούς; Αλλοίμονο! Ένα σώμα αρρωστημένο, γερασμένο! Μια ψυχή πληγωμένη! Μια κουρασμένη σκέψη. Οι θεοί δε θα δεχτούνε τη θυσία μου. Θα μοιάζη σαν ιεροσυλία. ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο! ΒΕΡΑ — Μιλώ λοιπόν τόσο σκοτεινά, που δεν με καταλαβαίνεις; ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο!
Όταν εξημέρωσε, τρέχει αμέσως η Μιλάχρω κ' ευρίσκει την Θεια- Σταματίτσα. — Ήθελα πλειο, συμπεθέρα, να σας φέρω τ' Αϊβασιλιού, τον μπακλαβά. — Να τον φέρ'ς, συμπεθέρα, να τον φέρ'ς! Ακούς λέει! Ο Στεφανάκης ξεκάκιωσεν. Ήτο συνηθισμένη η Θεια-Σταματίτσα να τρώγη τα καλά της νύμφης γλυκύσματα, τρία χρόνια τώρα.
Και πως να μείνω πλέον αξιοπρεπής ; Τι άλλο σπουδαιότερον να με κάμψη δύναται ή η ζωή του τέκνου μου ; Υπερασπίσθητι, της Θέτιδος υιέ, την δυστυχή μητέρα και εκείνην ήτις, ψευδώς μεν άλλ' ελέχθη οπωσδήποτε, ότι θα ήτο σύζυγός σου. Την έστεψα εγώ με άνθη ως νύμφην, ίνα σοι την φέρω εις γυναίκα, και τώρα την συνοδεύω επί σφαγήν.
— Επείσθης ότι σου θέλω το καλόν σου; — Με την ψυχήν μου, είπεν ο Γύφτος. — Και δεν δύναμαι να σου φέρω ποτέ δυστυχίαν; — Βέβαια. — Λοιπόν διστάζεις; — Όχι. — Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος χθες; — Ό,τι τον επρόσταζεν ο άρχων μου. — Ώστε ενόησες πολύ καλά; — Βέβαια. — Επανάλαβε ό,τι σοι είπε, διά να ίδω αν ενόησες.
Τι μας κάνατε! Γιατί να κατεβήτε απ' το κρεββάτι; Να σας δώσω αιθέρα να μυρίσετε ; Σταθήτε να σας φέρω λίγο νερό να πιήτε! Μα ως που να βάλη νερό στο ποτήρι και να ξεστουπώση το μπουκαλάκι με τον αιθέρα, ξανάκλεισαν της Βεργινίας τα μάτια και το κεφάλι της έπεσε βαρύ απάνω στο στήθος και κύλησε κατά πλάι: άνθος σε κλωνί σπασμένο. Τότε την έπιασε σαν τρέλλα τη Λιόλια.
Μα, μβήκε μέσα κι' ο φονιάς κ' έγιναν σαράντα ένα. Θωρείς τον έχω μαγεμένο, κ' είμ' άξια να τον φέρω μέσ' στο κόσκινό μου κι' από την άκρηα του κόσμου.
Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 485 «Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω· αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα· θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι κείνα τα ράκη να φορούν 'ς τα μέγαρα σου ακόμη». Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 490 «Από το πυρ πρώτα έχω εγώ 'ς τα μέγαρά μου χρεία».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν