Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καν-καμμιά δεν αγαπά και καν-καμμιά δεν θέλει Κι’ εσένα μόνον αγαπά κι’ εσένα μόνον θέλει.... Σε θέλει για γυναίκα του, για ποθητό του ταίρι, Και να σου φέρω μώδωκε τη τίμια του αρραβώνα.... Πάρε την, Μάρω, φόρα την κι’ ευτυχισμένη να είσαι!

Η Παυλίνα σήκωσε τα μάτια της, δακρυσμένα, και τον κύτταξε γλυκά. — Θέλω ένα διαμάντι πιο μεγάλο από το μεγαλύτερο διαμάντι που φορεί στο διάδημά της η βασίλισσα. Ο Παύλος αναστέναξε. Όμοιο διαμάντι δε βρισκότανε σ' όλο τον κόσμο. — Πες μου, αγάπη μου, πού βρίσκεται, να σχίσω βουνά και θάλασσες να πάω να στο φέρω. Η Παυλίνα τον κύτταξε πιο γλυκά ακόμα. — Αν μ' αγαπάς θα πας να μου το βρης.

Τούτο προτίθεμαι κυρίως διά του επυλλίου μου τούτου να φέρω εις φως, καθ' όσον ηδυνήθην εκεί, εν Ιωαννίνοις, ευρισκόμενος ακόμη να πληροφορηθώ, από τριετίας ήδη, αφού ανέγνωσα την Ιστορίαν του Τρικούπη, ερευνών ανά τα σεβαστά και πολύτιμα λείψανα της μεγαλουργού γενεάς της Επαναστάσεως, μοναχούς και ποιμένας του Πίνδου και πολίτας των Ιωαννίνων γεραρούς, εν οις και τον αείμνηστον διδάσκαλον Σπυρίδωνα τον Μανάρην.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!

Του λόγου σου λοιπόν, μείνε εδώ εις τούτην την πολιτείαν με τους ανθρώπους σου και εγώ θέλω πηγαίνει εις το βασίλειον της Κασμυρίας, και σου τάσσω πως να μην περάση πολύς καιρός που να σου φέρω εδώ το υποκείμενον της επιθυμίας σου.

Αίσιος είναι δι’ ημάς οιωνός οι φιλόφρονες τρόποι και οι γλυκείς λόγοι, δι’ ων μας υποδέχεσθε, και ελπίζω ότι εις γάμους τωόντι ευτυχείς φέρω νύμφην την κόρην μου. Λάβετε σεiς εκ της αμάξης τα γαμήλια δώρα της θυγατρός μου και φέρετε τα μετά προσοχής εις την βασιλικήν σκηνήν. Έξελθε, κόρη μου, της αμάξης και πάτησε εις το έδαφος τους αβρούς και κουρασμένους πόδας σου.

Είναι μεγάλη ατυχία, έλεγεν ο Αγαθούλης, που ο σοφός Παγγλώσσης κρεμάστηκε παρά το έθιμο σ' ένα άουτο-ντα-φε. Θα μας έλεγε θαυμάσια πράγματα για το φυσικό και ηθικό κακό, που σκεπάζουνε τη γη και θα ένοιωθα αρκετές δυνάμεις για να τολμούσα να του φέρω με πολύ σεβασμό μερικές αντιρρήσεις. Ενώ καθένας διηγότανε την ιστορία του, το πλοίο προχωρούσε. Προσεγγίσανε στο Βουένος-Άυρες.

Ο αρχηγός των οποίων ωσάν εσέβη εις την αυλήν του, εξεπέζευσε, και επήγεν εις τον Κουλούφ, και τον επροσκύνησε, λέγοντάς του· Κύριε, εγώ εδώ έρχομαι από όνομα του βασιλέως Ουσβέκ Χαν· αυτός έχοντας επιθυμίαν διά να σε ιδή, με έστειλε διά να σε φέρω προς αυτόν, με το να έμαθε τα συμβεβηκότα σου.

Ω, μα τον Πέλοπα, μα τον Ατρέα τον πατέρα σου και μα την μητέρα μου αυτήν, η οποία πρώτον πόνον δι' εμέ ησθάνθη όταν μ' εγέννα και δεύτερον τούτον σήμερον ότε με χάνει, ποίαν σχέσιν έχω εγώ με τον γάμον του Πάριδος και της Ελένης ; Διατί να χαθώ εγώ, πατέρα μου, δι' αυτούς ; Κύτταξέ με με βλέμμα συμπαθές, φίλησέ με, να φέρω τουλάχιστον μαζή μου προς ενθύμησιν το βλέμμα και το φίλημά σου εκεί όπου θα υπάγω, εάν δεν εισακούσης την παράκλησίν μου.

ΔάμαρΜόνον, μου έδωκες χρυσοκέντητα πέδιλα εις τους πόδας, και αδάμαντα εις την ζώνην, και περιδέραιον εις τον λαιμόν, και τόσα άλλα πράγματα!... Ω! Να έχω χρυσά πέδιλα διά να στενάζη υπό τους πόδας μου η γη, να φορώ πολύθρουν μέταξαν περί τα σφυρά και τα σκέλη, να φέρω σκληρόν αδάμαντα εις την ζώνην την χρυσήν, όφεις εκ μαργαριτών να μου περισφίγγουν τον ζωοποιόν τράχηλον, να φέρω κρίκους περιειλητούς εις τους δακτύλους, άλλους κρίκους κρεμαστούς εις τα ώτα, και να έχω την ευπλόκαμον κόμην γυμνήν!... Έν μικρόν πράγμα μου χρειάζεται, ω &Πόσι&!