United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους είδα. υιέ της Αφροδίτης· είδα την παρθένον, τον αγαθόν Λιγειέα, τον άγιον Λίνον και τον απόστολον Πέτρον. — Προ της πυρκαϊάς; — Προ της πυρκαϊάς, ναι! Αλλ' εν τη ψυχή του Βινικίου εγεννήθη μία υποψία. Ο Χίλων ίσως εψεύδετο. Σταματήσας τον ημίονον ετόξευσε κατά του γηραιού Έλληνος βλέμμα απειλητικόν. — Τι έκαμες εκεί; Ο Χίλων εταράχθη.

Είχεν αρχίσει την εργασίαν του ο Νικόλας ο Κοψαχείλης, διά τρομακτικών φωνών διευθύνων τον ημίονόν του, κυλίοντα το μάρμαρον και συνάμα διά του σιδηρού πτύου ωθών υπ' αυτό τας ελαίας.

Όπισθεν της Ναυμαχίας, εστράφησαν δεξιά, διότι ήθελαν, μετά τον αγρόν του Βατικανού, να πλησιάσουν τον ποταμόν, να τον διαβώσι και να διευθυνθώσι προς την Φλαμινιανήν Πύλην. Αίφνης ο Χίλων εσταμάτησε τον ημίονόν του. — Αυθέντα! Μου ήλθε μία ιδέα! — Λέγε, είπεν ο Βινίκιος.

Υπό την ψυχράν όμως και κατηφή μορφήν του εκρύπτετο καρδία αγαθή και γενναία. Ενώ μ' επέπληττεν αφ' ενός και με ειρωνεύετο, διέταξεν αφ' ετέρου να ετοιμάσωσι την ημίονόν του και ανεχώρησεν εντός ολίγου διά τον Πύργον μας. Άμα ανεχώρησεν έτρεξα προς ανεύρεσιν του Παντελή. Η παράτασις της εκ του χωρίου απουσίας ήρχιζε να στενοχωρή τον αγαθόν χωρικόν. Ο νους του ήτο εις την σύζυγόν του.

Τέλος, αφού έλαβε μεθ' εαυτού τον Χίλωνα, αμφότεροι επέβησαν ημιόνων, τους οποίους επρομήθευσεν εις αυτούς ο Μακρίνος και έφυγον διά της συντομωτέρας οδού, ίνα φθάσουν το ταχύτερον εκεί. Ο Βινίκιος επτέρνιζε τον ημίονόν του λέγων: — Φλέγεται, φλέγεται η πόλις! και μετ' ολίγον το τελευταίον λείψανόν της θα εκλίπη από προσώπου της γης. Ο Χίλων τον ηκολούθει κατά πόδας μονολογών.

Πλην τότε, όταν επαρουσιάσθη εις τον θείον του Αλύπαν, μόλις εικοσιπενταετής, εκαλείτο Δανιήλ ιεροδιάκονος, μοναχός. Όταν τον είδεν έξαφνα ο θειος του, με λύπην και πόνον ανέκραξε: — Μαύρο κούτσουρο εγώ, μαύρο κούτσουρο εσύ. Ανέβαινεν ασθμαίνων τον ανήφορον ο καπετάν Γεωργάκης ο Μ., αν και ήτο καβάλλα επάνω εις μεγάλον ισχυρόν ημίονον, δυνάμενον να σηκώση υπέρ τας 120 οκάδας.

Δέκα ακόμη ημέρας διήλθον εντός του στενού εκείνου κελλίου, γράφοντες, διαλεγόμενοι, φιλούμενοι και άλλο ελάττωμα μη ευρίσκοντες εις τον καιρόν, όστις ήτο ωραίος, ειμή μόνον ότι έφευγε ταχύς. Αλλά τέλος ανέτειλεν η αποφράς του χωρισμού ημέρα. Η αντιγραφή του αγίου Παύλου είχε τελειώσει προ πολλού, ο δε ηγούμενος έπεμπεν εις τον Φρουμέντιον ημίονον και ρητήν διαταγήν να επιστρέψη εις την μάνδραν.

Αλλά μετ' ολίγον μία αναφώνησις τους έκαμεν όλους να στραφούν και να ίδουν εις απόστασιν τον Μανώλην καταδιώκοντα ημίονον, όστις έφευγεν εγείρων νέφη κονιορτού και λακτίζων.

Μόνον προς την Χαρίκλειαν Δασκαλάκη εφέρθησαν μετά τινος σεβασμού, διότι τινές των Τούρκων χωρικών την εγνώριζον, της προσέφερον μάλιστα και ημίονον να ιππεύση, αλλά δεν εδέχθη. Αλλ' όταν είδε να βασανίζουν τόσον βαρβάρως τους άλλους αιχμαλώτους, δεν ηδυνήθη να κρατήση την αγανάκτησίν της και είπε προς τους Τούρκους: — Ανάθεμα τσι μπάλλες που μας αφήκανε ζωντανούς!