Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Και όταν με είδον έστειλαν το καΐκι έξω, διά περιέργειαν να ιδούν δηλαδή τι θέλω, ή τις είμαι· και φθάνοντας το καΐκι εκεί πλησίον, τους ωμίλησα και τους εζήτησα διά έλεος να με σηκώσουν από εκεί, διότι εκινδύνευα να θανατωθώ.

Την είδα μια στιγμή ανάμεσα στον κόσμο, μαυροφόρα και χλωμή, σαν την Παναγία στον τάφο του Γιου της. Τότε με πήραν οι γνώριμοι μ' ένα καΐκι στο Βόσπορο, και τράβηξα κουπί. Περάσαμε ανάμεσα σε παλάτια, σπίτια και περιβόλια. Είναι πάρα πολύ η ζωή που γεμίζει αυτά τα μέρη και δεν έχω καιρό να ξεκαθαρίσω τις καλλονές από τα ξένα βάρη, από τα φράγκικα και ασιατικά στολίδια.

Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι. Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο.

Μα τι να κάμω κ' εγώ; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμίς μου. Το κύμα επίμενε να ψηλώνη ακόμα, να λιχνίζη το καΐκι, να μας βρέχη και να μας κλυδωνίζη επίφοβα. Τέλος ερόδισεν η ανατολή, έφεξεν ο ήλιος, διώχτης αμείλιχτος των μυστικών της φύσεως και των ονείρων του ανθρώπου. Εφάνηκαν βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας αντίκρυ.

Εγώ ήθελα να κόψω το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω σκλάβο πίσω από το καΐκι στο νησί μας. Θα το εξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλάληση σε όλη τη χώρα: — Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε το μέγα θαύμα! Το στοιχειό της θάλασσας ενικήθηκεν από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο Γκάμαρο. Τρέμουντρίζουν τα βουνά!

Μόνο, καθώς περνούσε η βάρκα δίπλα από ένα καΐκι, φορτωμένο με κερεστέ, που μια φελούκα πάσχιζε σέρνοντας το να το βγάλη απ' τη μπούκα του λιμανιού, δυο ναύτες σκύψανε απ' το παραπέτο, κάτι ρωτήσανε, κουνήσανε τα κεφάλια, και γυρίσανε στη δουλειά τους.

Ο Νορμανδός, χάρη σε άλλα τρία μικρά διαμάντια έγινε ο πιο φιλοφρονητικός άνθρωπος του κόσμου, μπαρκαρίζει τον Αγαθούλη και τους ανθρώπους του στο καΐκι, που επρόκειτο να κάνη πανιά για το Πόρτσμουθ της Αγγλίας. Δεν ήτανε βέβαια ο δρόμος της Βενετίας· αλλ' ο Αγαθούλης πίστευε, πως θα γλύτωνε από την κόλαση· κ' ελογάριαζε να ξαναπάρη το δρόμο για τη Βενετία σε πρώτη ευκαιρία.

Δεν τόλμησα όσα τολμά ο λαός· όχι γιατί τα φοβούμαι, μα γιατί δεν είναι καιρός ακόμα· όσα σήκωνε ο καιρός ο δικός μας, τόλμησα μόνο και θα το καταλάβουν κατόπι οι άλλες γενεές. Από την Πάρο στην Αξιά πήγα με καΐκι κι από τη Χώρα πήγα ίσια στα χωριά.

Πρώτοι οι Μεθυμνιώτες άρχισαν την κατηγορία καθαρά και σύντομα σαν είχανε γελαδάρη για κριτή: — Ήρθαμε στους κάμπους τούτους θέλοντας να κυνηγήσουμε· το καΐκι μας λοιπόν, αφού το εδέσαμε με λιγαριά χλωρή, τ' αφίσαμε στην ακρογιαλιά κ' εμείς ζητούσαμε με τα σκυλιά κυνήγι. Στο αναμεταξύ τα γίδια τουτουνού εδώ, αφού κατεβήκανε στη θάλασσα, και τη λιγαριά την τρώνε όλη και λύνουν και το καΐκι.

Έπειτα μετά πάσης χαράς με έλαβαν εις το καΐκι, ομού και όλον το πράγμα που είχα συναγμένον εκεί, τα γαρούφαλα δηλαδή, τα μοσχοκάρυδα και τα μαργαριτάρια και, όταν εφθάσαμε εις το καράβι, με εδέχθησαν όλοι του καραβιού, οι τε πραγματευταί και ο καραβοκύρης με φιλικήν αγάπην, δείχνοντές με κάθε λογής περιποίησιν και φιλίαν.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν