United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μερικοί από τους συντρόφους μου εκατάλαβαν, ότι εκείνο δεν ήτο νησί, αλλά μία χελώνα θαλασσινή, και όταν αγροίκησε την φωτιάν ετινάχθη και βλέποντας που ήθελε να βυθισθή εις την θάλασσαν, έτρεξαν εις το καΐκι και εφώναξαν όσους είδον εκεί πλησίον.

Ως τόσον ο καραβοκύρης αφού έλαβεν όλους μέσα εις το πλοίον από το καΐκι και εμένα μη βλέποντάς με αλλά πιστεύοντας ότι επνίγηκα, έκαμε πανιά, και έξαφνα ένας δυνατός άνεμος έπνευσε, και εις ολίγον διάστημα το έχασα από τα μάτια μου.

Δεν ξέρω πού έχουν αραμένο το καΐκι τους... Ως τόσο τους είδα. Ήρθαν να ερωτήσουν το δρόμο του Κάστρου από μένα... Ο μπάρμπα-Δήμος ήρχισε να λαμβάνη υπό σπουδαιοτέραν όψιν το πράγμα, εν τούτοις όπως μη αφήση εξ ολοκλήρου την αντιλογίαν του. — Μην είδες όνειρο, άνθρωπε; εφώναξε. Πού θελά βρεθούν οι κορσάροι; — Τους είδα, σου λέω, με τα μάτια μου. 'Όπου κι' αν είνε έφτασαν!

Και μετά τρεις ημέρας ιδού βλέπω ξέμακρα ένα καράβι να αρμενίζη· εφώναξα μεγαλοφώνως, απλώνωντας εις τον αέρα ένα άσπρον μανδύλι, καθώς με ήκουσαν, εκατάλαβαν ότι ζητώ βοήθειαν, και έστειλεν ο καραβοκύρης το καΐκι προς εμένα· και όταν ήλθον πλησίον, με ηρώτησαν πώς ευρισκόμουν εκεί, και εγώ τους είπα, ότι εναυάγησα εις εκείνο το μέρος, και κατά τύχην αγαθήν εφυλάχθην υγιής.

Έστησε χωριστά το τσαντήρι του κ' έτσι έχουμε το μυαλό μας ήσυχοαν έχουν μυαλό και οι πεθαμένοι! Μόλις άρραξε το καΐκι στο νησίστη Σέρφο ας ειπούμε — ο ναύκληρος επήρε το μισοκοίλι κ' ετράβηξε στο χωριό για να μετρήση το σιτάρι. Ελιανοψιχάλιζε κάπως όταν εκίνησε, μα δεν εμποδίσθηκε. Πρωτοβρόχια, σου λέγει, θα περάση. Μόλις όμως έφτασε τον ανήφορο πιάνει μια δυνατή βροχή· νεροποντή σωστή!

Παρατιμονιά τότε ο μηχανικός κ' ευρέθηκε πάλι το καΐκι στα νερά του. — Έλα Ραφαλιά, ετοιμάσου· λέγει του πατέρα σου στα σοβαρά. Σε φέρνω σε βλισίδι. Αν δεν βγάλης και τόρα το δίχτυ γεμάτο, καλά θα κάμης να ταχτής καλόγηρος. Μη ντροπιάζεις άδικα τ' όνομά σου. Εκείνη την ώρα επέρασε δίπλα και η μηχανή του Καλέμη με τον δικό μου.

Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν ότι το μέρος όπου είχον ναυαγήσει απείχε μίλια «από τα δυο νησιά», όπου ο επιστάτης έλεγεν ότι ευρίσκετο ο «αφαλός της θάλασσας». Ο χωρικός απήντησε·Ναι, είνε μακρυά . . . δεν έχει να κάμη . . . ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι' από μακρυά τα πράμματα άμα πέση όξου κανένα καΐκι φορτωμένο . . .

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος με την πρώτη προσφορά του Αγαθούλη είχε γυρίσει την πλώρη προς την Πόλη και το καΐκι έτρεχε με τα κουπιά γρηγορώτερα απ' όσο ένα πουλί σκίζει τους αέρες. Ο Αγαθούλης φίλησε εκατό φορές τον Παγγλώσση και το βαρώνο. Και πώς συνέβη να μη σας έχω σκοτώσει, κύριε βαρώνε; και σεις, αγαπητέ μου Παγγλώσση, πώς βρίσκεστε στη ζωή, αφού σας κρεμάσανε;

Μα κ' εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών. — Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ . . . με το κολύμπι . . . θα γλύτωνα και το καΐκι . . . Ας είνε, τι σας έλεγα; Α! ναι για τον παραπαππού μου που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση, βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κ' εκρατούσε μια μαγκούρα.

Έχουμε, είπε, με τι να πληρώσουμε τον Κυβερνήτη του Βουένος- Άυρες, αν η δεσποινίς Κυνεγόνδη ημπορεί να ξετιμηθή. Ας βαδίσουμε προς την Γαϋέννη, ας μπούμε σ' ένα καΐκι και θα ιδούμε κατόπι ποιο βασίλειο μπορούμε ν' αγοράσουμε. &Τι τους συνέβη στη Σουρινάμ και πώς ο Αγαθούλης γνώρισε το Μαρτίνο& Η πρώτη μέρα των δύο ταξιδιωτών μας υπήρξε πολύ ευχάριστη.