Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Πριν φτάσουμε στην εκκλησιά, μέσ' το ρέμμα, ηύραμ' ένα τσέλιγκα, μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Καθίσαμ' εκεί κοντά, να ξαποστάσουμε και να συγυρισθούμε, πριν πάμε στην εκκλησιά. Η γυναίκα του τσέλιγκα μας είδε που καθίσαμε, κ' ήρθε κοντά μας. Ο Λευθέρης, που από 'βδομάδες μπροστά ήτον κομμένη η όρεξί του και δεν έτρωγε τίτοτε, σαν εκαθίσαμε, μου λέει·Πείνασα, καϋμένη γυναίκα. Κόψε μου λίγο ψωμί.

Εκτύπα τον εχθρόν κ' εξεστόμιζε πότε φοβεράς βλασφημίας και χονδράς ύβρεις, χειροτέρας από της γιαταγανιές του, πότε εσύριζε διατόρως ως δήθεν εις κοπάδι δειλών προβάτων και πότε ετραγωδούσε ερωτικά δίστιχα: Τ' έχουνε τα ματάκια σου π' όταν με βλέπουν κλαίνε Κι' αν έχουνε παράπονο γιατί δε μου το λένε. . . Αίφνης εστάθη ακροώμενος.

Είχαν τα μάτια άγρια γουρλωμένα. Ήταν τους οι τρίχες σαν καρφιά φριγμένες, κ' ήταν τους πρησμένες οι μαγούλες, κ' ήταν πανιασμένο όλο τους το πρόσωπο. Άστραφτε διαβολικό τανάβλεμμά τους, εφύσαε αγριεμένο το ρουθούνι τους. Ανάγλυφαν, ξεροδάγκαναν στα ολόμαβρα τα χείλια τους ζωγραφισμένη απάνω τη φριχτή και παράξενη δίψα τους. Μπρος στις ελιές το κοπάδι εκόλωσε.

Αυτός λοιπόν, που δεν εκράτησε τους όρκους του, θ' αδιαφορήση να τιμωρήση κ' εσένα κι αν πας με γυναίκες πιο πολλές κι από τα καλάμια του σουραυλιού σου. Μα εσύ ορκίσου με στο κοπάδι τούτο και στη γίδα εκείνη, που σ' ανάθρεψε, πως δε θ' αφίσης τη Χλόη όσο σου μένει πιστή· κι αν φανή ψεύτρα σ' εσένα και στις Νύμφες, να την αποφεύγης και να τήνε μισής και να τη σκοτώσης σαν λύκο.

Το μήλο τούτο, αγάπη μου, το γέννησε τ' όμορφο καλοκαίρι και το ανάθρεψε δέντρο όμορφο· το γούρμασε ο ήλιος και το φύλαξε η τύχη. Και δε μπορούσα έχοντας μάτια να τ' αφίσω να πέση χάμω και ή κοπάδι βόσκοντας να το πατήση ή φίδι σερνούμενο να το φαρμακώση ή ο καιρός να το σαπίση μένοντας εκεί επάνω, βλεπούμενο, παινευούμενο.

Την πρώτη μέρα που ήλθε έκαμε θυσία στους θεούς, που διαφέντευαν την εξοχή· στη Δήμητρα και στο Διόνυσο και στον Πάνα και στις Νύμφες· έκαμε και τραπέζι σ' όλους, που ήταν εκεί. Κατέβηκε ύστερα και στο κοπάδι για να ιδή και τα γίδια και το βοσκό. Η Χλόη έφυγε στο δάσος, επειδή ντράπηκε κ' εφοβήθηκε τόσον κόσμο.

Τάλλο το κοπάδι τα βόιδα σκόρπησαν πέρα μες τις ελιές, που ταπαράτησαν οι βοϊδολάτες κ' εχασομέρησαν πίσω αφτοί, να βοηθήσουν να σηκώσουν το Λιάρο οι μακελάρηδες. Εσκρόπησαν μες τις ελιές τα βόιδα πέρα, κ' εμαζέφτηκαν όλα κύκλο κει παράμερα, που ήταν ποτισμένο το χωράφι μ' αίμα.

Αυτός ο γέρος, αφού κάθησε κοντά τους, έτσι τους μίλησε: — Εγώ παιδιά μου, είμαι ο γέρο Φιλητάς, που πολλά τραγούδια τραγούδησα σ' αυτές εδώ τις Νύμφες και πολλές φορές για χάρη εκείνου εκεί του Πάνα έπαιξα το σουραύλι· κι ωδήγησα μεγάλο κοπάδι βοϊδιών μονάχα με τη μουσική. Κ' ήλθα τώρα να σας φανερώσω όσα είδα και να σας ειπώ όσα άκουσα.

Κι αν θέλης να ξέρης πλιότερα για τη γεννιά και για το σόι μας, μάθε το, ότι κρατιούμαστε από τους παλιούς Ηπειρώτες, μέσ' από κείνους πώσυρε μια βολά ο βασιλιάς Πύρρος μαζί του και σας επάτησεν όλον τον τόπο, όπως εμείς τες προάλλες, οπού σας πήραμαν αληθινά σαν κοπάδι από τραγιά μπροστά και σας εσαλαγήσαμαν ως τα σπίτια σας, χωρίς να σας δούμε ολότελα τη μορφή, παρά μοναχά τες πλάτες σας εκτός απ' εκείνους που πιάκαμαν από σας σκλάβους.

Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωίτο βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν