United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον ειξεύρω ότι εύρισκε πάντοτε καλήν τροφήν δι' εμέ, και όταν εκοιμώμην μ' εσκέπαζε με τον επενδύτην του. Υποκάτω εις πυκνά φυλλώματα, μέσα εις τους θάμνους, όπου εκοιμώμεθα, μου ετοίμαζε πάντοτε την καλλιτέραν θέσιν διά κλίνην, και ενώ εκοιμώμην, πολλαίς φοραίς μοι εφαίνετο ότι έβλεπα την σκιάν του να με φυλάττη ορθία εις το πλάγι μου. Διότι αυτός είχε λογισμούς και αγρυπνούσε πάντοτε.

Ο Θευδάς προέβη δύο ή τρία βήματα προς το νεανικόν εκείνο σύμπλεγμα. «Πάμε να βρούμε τον κύριόν μουείπε προς τον Μάχτον. «Και πού είνε ο κύριός σου;», ηρώτησεν ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω», απήντησεν ο Θευδάς. «Τότε πού θέλεις να τον βρούμεΚαι αποστραφείς εξηκολούθησε να θεωρή την κόρην υπνώττουσαν.

Το βέβαιον όμως είνε, ότι η παροιμιακή δόξα της ελευθέρας Κερκύρας ωχρίασεν από πολλού προ της αίγλης των Αθηνών. Δεν ειξεύρω πότε ανεκάλυψε και πώς δικαιολογεί η νεωτέρα ψυχολογία την ανακάλυψιν, ότι το άσμα είνε ενδόμυχος ανάγκη και αυτόματος ούτως ειπείν έκχυσις τοιαύτης τινός ή τοιαύτης ψυχικής καταστάσεως, ιδίως δε των δύο άκρως αντιθέτων, της φαιδρότητος και της μελαγχολίας.

Όταν ήμουν μικρή, ενθυμούμαι οπού μ' έφερεν εις την αγκάλην του ένας άνθρωπος . .. — Και τι άνθρωπος ήτον αυτός; ηρώτησεν η μοναχή. — Αυτόν μοι φαίνεται ότι τον ανεγνώρισα αυτάς τας ημέρας, αλλά δεν ειξεύρω. Αργότερα σας λέγω τούτο. — Εξακολούθει, κόρη μου. — Πόσον καιρόν μ' έφερεν εις την αγκάλην του, δεν ειξεύρω, αλλά με ηγάπα και μ' επροστάτευεν. — Έπειτα;

Λέγε τώρα, τι θέλεις να πης; — Το είπα. — Τι είπες; — Αυτό οπού είπα ίσα ίσα. — Ήγουν; — Ότι, αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Ε, και τι; — Θα τα είξευρα όλα. — Πιστεύεις; — Και δεν θα μου διέφευγε τίποτε. — Αλλά πώς θέλεις να το κατορθώσω εγώ αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Τότε μη λέγης. — Διαφέρει, αν ήμουν εγώ. — Θα το κατώρθωνες; — Βέβαια. — Με ποίαν τέχνην; — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' όμως;

Μένων Μα ειξεύρω εγώ τουλάχιστον ότι κανένας ποτέ δεν τον εδίδαξεν. Σωκράτης Έχει όμως τας ιδέας αυτάς ή όχι; Μένων Φαίνεται, Σωκράτη, ότι κατ' ανάγκην πρέπει να τας έχη. Σωκράτης Εάν δε δεν έλαβε τας γνώσεις αυτάς κατά την παρούσαν ζωήν, δεν είναι προφανές, ότι τας είχε και τας έμαθεν εις άλλον χρόνον; Μένων Είναι προφανές. Σωκράτης Ό χρόνος δε ούτος δεν είναι εκείνος, καθ' ον δεν ήτο άνθρωπος;

Έλα γρήγορα να μ' ελευθερώσης, διότι είμαι φυλακωμένη, και υποφέρω πoλύ. Διατί μ' έφεραν εδώ, δεν ειξεύρω. Είμαι κλεισμένη ολομόναχη. Κατ' αρχάς εφοβούμην πολύ την νύκτα, τώρα συνείθισα να μη φοβούμαι, αλλ' όμως στενοχωρούμαι παραπολύ. Τας πρώτας ημέρας ήρχετο μία καλογραία καθ' εκάστην και μ' έβλεπεν.

Ειξεύρω πού αυτοί κατώκουν προ της πυρκαϊάς· ειξεύρω πού συναθροίζονται· δύναμαι να δείξω έν υπόγειον του Βατικανού λόφου και έν κοιμητήριον όπισθεν της Νουμεντιανής πύλης, όπου κάμνουν τας τελετάς των τας ανοσίους.

Ειμπορώ να πείσω τους ομοθρήσκους μου, όχι σας, είπε τολμηρώς η Αϊμά. — Πώς είπες; εψιθύρισεν η ηγουμένη, εκπλαγείσα, πόθεν εγίνωσκεν η νέα να κάμνη τοιαύτην διάκρισιν. — Δεν ανήκομεν εις την ιδίαν θρησκείαν, επανέλαβεν η Αϊμά. Και σας λέγω κ' εγώ, ότι δεν ειξεύρω αν είσθε βαπτισμένοι ή αβάπτιστοι. — Σιώπα, αυθάδης! έκραξεν αγανακτούσα η ηγουμένη. — Μη σας κακοφαίνεται διόλου.

Είνε, κακογραμμένα, κ' εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αυταίς της τζίφραις, που έβγαλαν τώρα, αλλά θα προσπαθήσωμεν να βγάλωμεν νόημα. Και ήρχισε μετά δυσκολίας, και σκοντάπτων συχνά ν' αναγινώσκη: «Παππα-Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ. Πρώτον ερωτώ διά το αίσιον κτλ. κτλ. Εγώ λείπω πολλά χρόνια και δεν ειξεύρω αυτού τι γίνονται, ούτε αν ζουν ή απέθαναν.