United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παράκαιρα τον γέρασαν οι πόνοι. Τ' ανδρειωμένο του κορμί, πούνε σκυφτό πολύ. Η πίκραις του το λύγισαν, οι πόνοι όχι οι χρόνοι. Οι ίδιοι πόνοι αυλάκωσαν βαθειά το μέτωπό του, Που απ' το φως του φεγγαριού 'σαν κορυφή φωτίζεται, 'Σάν κορυφή 'ψηλού βουνού, κι' ασπρίζειτον λαιμό του Ξέπλεγη καιτους ώμους του η πλεξίδα κυματίζεται.

Περαστικά πουλιά, που ταξείδευαν σ' άλλες χώρες, φεύγοντας την ψύχρα του χινόπωρου, περνούσαν κοπαδιαστά, του ψήλου, έσκιζαν τον αέρα μ' ένα γοργό, ξερό φτερούγισμα, όπως κάνη το μετάξι που σχίζεται, και χάνουνταν πίσω απ' τις κορφές άλλων βράχων, κι άλλων βουνών.

Ο ψηλός άνθρωπος με τον μπόγο κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά και πάτησε τη βάρκα. Ο κόκκινος μπόγος κουνήθηκε. Τώρα άρχιζε να ξεχωρίζη σαν άνθρωπος. Φάνηκε το κεφάλι του, τα χέρια του, τα πόδια. Ένας άνθρωπος, κουβαριασμένος, γαντζωμένος από το λαιμό του ψηλού ανθρώπου, κουκκουλωμένος με μια κόκκινη τσέργα.

Στερνά, με χρόνια, με καιρούς, εξάνοιξε μια μέρα Πέραάκρη τ' ουρανού, 'ς ενού βουνού κορφούλα, Βουνού ψηλού και μακρινού, μέσ' σε γαλάζια αντάρα Χτίριο ψηλό κι' ολόλευκο, σαν στοιχειμένον πύργον, 'Σάν ερημόκκλησο παληό, σα ερημικό παλάτι.

Σαν γυρίσης ζωντανός, η βασιλοπούλα θα γίνη δική σου. Το βασιλόπουλο γύρισε και κύτταξε τα ματωμένα του ποδάρια και τα κουρελιασμένα του ρούχα, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κύτταξε το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην κορφή του ψηλού βουνού. Και το πήρανε τα κλάματα. — Αλλοίμονο! είπε. Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Θα καθήσω εδώ να ξεψυχήσω.

Μαύρα σύγνεφα από κοράκια πετούσαν ψηλά στον μολυβένιο ουρανό πότε όλα συμμαζωχτά και πότε αραιωμένα, πότε ανεβαίνοντας τα ψήλου, τα ψήλου, ίσα που μόλις φαίνονταν σα μαύρες κοκκίδες, πότε χαμηλόνοντας ίσα με τις κορυφές των δέντρων μ' ένα λυπηρό, πένθιμο κρα!.... κρα!.... Κι όσο τραβούσαμε μπροστά, τόσο η κοκκινίλα, η χρυσοπλημμύρα μας χτυπούσε κατάμματα, τόσο κάτι σα στενοχώρια, σαν αποκαμομάρα, σαν πένθος, σα θλίψη πλάκονε την καρδιά μας, τα στήθη μας, τη ψυχή μας.

Κοπή =το κοπάδι, — Κοτάω =τολμώ. — Κρούει ο ήλιος =βγαίνει, ανατέλλει, χτυπάει. — Καρβανάρος , Ο αφέντης του καρβανιούΚράκουρα . η άκρα άκρα του ψηλού βουνούΚαπρί , αγριογούρουνο. — Κλαπατάρια , φτερούγες των πουλιώνΚούροι και κούρος Ο κουρεμός του κοπαδιού. — Κωλόκουρα , τα μαλλιά που βγάζουν κουρεύοντας τα πισινά των προβάτωνΚολτσίδες αγκάθια που κολλούν τα μαλλιά των προβάτων τα λεν και σκάλια από το σκαλώνω. — Καπούλια τα πισινά των ζώων. — Καταγός ποταμού ή αυλακιού, η πηγή, το κεφαλάρι, Γκλάβα εις Πωγώνιον της Ηπείρου. — Κλίτσα και αγκλίτσα , το ραβδί των ποιμένων. — Κόθρα τα ξύλινα στέφανα που δένουν τα κουδούνια και τα περούντους λαιμούς των προβάτων. — Καυκί =ξύλινον αγγείον. — Κιβούρι =το φέρετρον του νεκρού. — Κουρμαίνομαι , αφικράζομαι, ακροώμαι.

Μια μηλιά ήτανε τρυγημένη και μήτε καρπούς είχε, μήτε φύλλα· όλα τα κλαριά της ήτανε γυμνά· και μονάχα ένα μήλο έμενε στην κορφή του πιο ψηλού κλαριού· μεγάλο κι όμορφο και μονάχο του εμοσκοβολούσε περισσότερο από όλα τ' άλλα. Φοβήθηκε εκείνος που ετρύγησε τη μηλιά ν' ανέβη εκεί επάνω ή παραμέλησε να το κόψη· ίσως και ν' άφισε το όμορφο μήλο για ερωτευμένο βοσκό.

Φεγγάρι λαμπρό είταν στον ουρανό, γλυκειά η νύχτα, οι γρύλλοι νανούριζαν τον ύπνο της. Ο μπουζουκιτζής στάθηκε τότε ολόρθος στη μέση του δρόμου κάτω απ' τα παράθυρα ενός ψηλού σπιτιού.

Ο ναύτης, που ήταν στη βάρκα, άφησε τα κουπιά, σήκωσε την τσέργα από τον άνθρωπο, που ήταν καβάλλα, και την έστρωσε κάτω. Κατέβηκαν και οι άλλοι από πάνω. Έπιασαν με προσοχή τον άνθρωπο, που ήταν κουβαριασμένος απάνω στο λαιμό του ψηλού ανθρώπου, και τον ακούμπησαν στη βάρκα. Τον κουκκούλωσαν με την τσέργα και κάθησαν σκυμμένοι από πάνω του.