United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δι' ένα όμως ή δι' άλλον λόγον υπερέβη το τεσσαρακοστόν και έφθανεν εις τα σαράντα πέντε, χωρίς να πραγματοποιήση τον πόθον της, αλλά και χωρίς ναποβάλη την ελπίδα.

Ή άλλως• απλούν είναι το σώμα το εξ ενός μόνου στοιχείου, πυρός, αέρος κ.λ. αποτελούμενον. Ακριβώς διότι η αίσθησις είναι η δύναμις του δέχεσθαι τα είδη άνευ της ύλης. Το ζώον, εάν μη είχεν αισθήσεις, ίνα διακρίνη τα ωφέλιμα και τα επιβλαβή, και ίνα κινήται προς εύρεσιν των μεν και αποφυγήν των άλλων, δεν θα έφθανεν εις το τέλος του, δηλ. να γεννά όμοια αυτού όντα.

Και κατά τον χρόνον αυτόν η καρδία επετάχυνε το υποχθόνιον εωθινόν της. Εγίνετο επί μάλλον και μάλλον ταχύς και επί μάλλον και μάλλον ευδιάγνωστος. Ο τρόμος του γέροντος έφθανεν εις το κατακόρυφον. Ο θόρυβος, λέγω, από στιγμής εις στιγμήν εγένετο περισσότερον διακεκριμένος . . . Καταλαβαίνετε καλά; σας είπα ότι ήμουν νευρικός; είμαι, ναι.

Εάν έως το μεσημέρι επεριπατούσε, χωρίς να σταθή πουθενά, μόλις τότε θα έφθανεν εις το βουνόν, το οποίον τώρα, εις το γλυκοχάραγμα της αυγής, διέκρινε πολύ μακρυά εμπρός της, εκεί όπου ο ουρανός εφωτίζετο μ' ένα γλυκύ τριανταφυλλένιο χρώμα.

Και φθάνοντες εκεί έξω από την πολιτείαν επάνω εις ένα λόφον, ο οποίος ήτον μακρύς έως δύο μίλια και έφθανεν έως το παραθαλάσσιον, τότε εσήκωσαν μίαν μεγάλην πέτραν, που εσφάλιζε την θύραν, ή να ειπώ το στόμα του τάφου και εκατέβασαν πρώτον το λείψανον της γυναικός εις το ξυλοκρέββατον μέσα εις εκείνο το βαθύτατον πηγάδι που εσυνέχετο με ένα πλατύτατον υπόγειον, έπειτα ο άνδρας αποχαιρετήσας όλους τους παρεστώτας, θρηνώντας και οδυρόμενος μετά πικρών δακρύων, εμβήκε, μόνος εις το ξυλοκρέββατον εις το οποίον έβαλον και ένα αγγείον με νερόν με επτά μικρά ψωμιά, διά να παρηγορήση την πείναν και δίψαν του εις τας ολίγας ημέρας, που έμελλε να ζήση εις εκείνο το υπόγειον· και ύστερα τον κατέβασαν και αυτόν εις τον τάφον, ή να ειπώ καλύτερα τον εκρέμασαν με το ξυλοκρέββατον έως που έφθασε κάτω και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με ένα μεγαλώτατον λίθον, και ανεχώρησε καθένας εις το σπήτι του.

Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος, και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι, και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν, κ' επήγαινε ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.

Ήτο δύσκολον να περάση ημέρα χωρίς να την ίδη μίαν φοράν τουλάχιστον και άλλος προσεκτικώτερος του Μανώλη θα έφθανεν εκ τούτου εις το συμπέρασμα ότι η χήρα επεδίωκε την συνάντησίν του. Αλλ' ενώ κατά τας άλλας ημέρας η συνάντησις εκείνη δεν δυσηρέστει τον Μανώλην, την ημέραν εκείνην τον ανησύχησε. Παραδόξως όμως η Καλιώ δεν εφαίνετο θυμωμένη. — Ως πού, Μανωλιό; τον ηρώτησεν.

Έπειτα, αφού θα έκαμνε τον γύρον του βουνού, έπρεπε πάλιν να περιπατήση έως το βράδυ, χωρίς πούπετα να σταθή, και τότε μόνον θα έφθανεν εις τον ελαιώνα, όπου ο παππούς, πέραν εις την άκραν της ρεματιάς, είχεν ένα χωράφι ιδικόν του σπαρμένο με βαμβακιές και δίπλα εκεί την πτωχικήν του καλύβην.

Όταν χειμώνας έφθανεν, εγώ στους σταύλους τους εδικούς μου πήγαινα και τα λιβάδια του Λαΐου κείνος. Λέω καλά ή μήπως ψέμα; ΘΕΡΑΠΩΝ Λέγεις αλήθεια. Μα καιρός είν’ από τότε. ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα τούτο να μου πης: παιδί κανένα μου ’δωκες ν’ αναθρέψω εγώ για τον εαυτό μου; ΘΕΡΑΠΩΝ Τι τρέχει; γιατί μ’ ερωτάς τέτοια ιστορία; ΑΓΓΕΛΟΣ Τούτος εδώ είναι, φίλε μου, το παιδί εκείνο.

Εις το επιχείρημα τούτο δεν εύρε τίποτε ν' αντιτάξη ο Τερερές, όστις εσιώπησε, φοβηθείς από την τελευταίαν λέξιν του παπά ότι ούτος, εξερεθιζόμενος, θα έφθανεν εις πράγματα δυσάρεστα. Ο Τερερές πράγματι δεν είχε καλήν φήμην.