Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Θα κατεβή η Πεντάμορφη, 'ςτό κάστρο θα σε πάρη, Κι' ό,τι γυρέψης, θα το ιδής φερμένο 'ςτήν ποδιά σου. Χτυπάει εκείνος τ' άλογο και χάνεται 'ςτόν κάμπο. Σαράντα είχε η Πεντάμορφη, σαράντα ακέρηα αδέρφια, Σαράντα καββαλλάριδες, σαράντα παλληκάρια, Που όταν κινούσαν, έτρεμαν βουνά μαζύ και κάμποι. Κάποιο κυνήγι έναν καιρό ξανοίξανε μεγάλο, Και μέσ' ςτο κάστρο επλάκωσαν χιλιάδες βασιληάδες.

Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα· έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των καθώς εφώναξε η θεάτην γην επέφταν όλα, 535 και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των. εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης. τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης, κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. 540 και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους, μη πέσης ήδητην οργή του βροντοφώνου Δία».

Τούτοεμένα ξεμυστηρεύθηκαν αυτοί και ακόμη ετρέμαν. Κ' εγώ την τρίτην νύκτα εφρούρησα μαζί τους· και αυτούτην ίδιαν ώραν, με το ίδιο σχήμα, απαράλλακτα ως είχαν περιγράψη εκείνοι, το φάντασμ' ήλθεν· έχω, Κύριε, γνωρίση τον πατέρα σου· το 'να χέρι μου με τ' άλλο δεν ομοιάζουν τόσον. ΑΜΛΕΤΟΣ Αλλά πού συνέβη τούτο; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Κει, 'πού 'μασθε φρουρά, 'ς τον προμαχώνα.

Άναβαν, έκαιαν, σπίθες ολόθερμης επιθυμίας επετούσαν τα μάτια τους. Γλαρά, φλογισμένα, γυαλιστερά ελαμποκοπούσαν στης ξυπνισμένης σάρκες την καφτερή τη λάβρα, στου ξαναμένου πόθου το πύρινο καμίνι. Οι λιμοκοντόροι ξετρελάθηκαν μαζί της. Τα γεροντοπαλήκαρα όλους στη λύσα ξαπερνούσαν. Μανιασμένοι γερόλυκοι! Έτρεμαν τα χείλια τους. Έτρεμαν τα χέρια τους. Έτρεμαν τα ποδάρια τους.

Ο Μανώλης την παρετήρει από κεφαλής μέχρι ποδών, ως να ήρχιζαν να τον σκανδαλίζουν οι λόγοι της. Έπειτα κύμα οργής ανέβη εις το πρόσωπόν του και εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Όξω! όξω! ανεφώνησε με τρομεράν φωνήν. Άμε στο διάολο να μη σε 'δη κιανείς, κουζουλογυναίκα! Η χήρα ύψωσε προς αυτόν ικετευτικά και βουρκωμένα μάτια, ενώ τα χείλη της έτρεμαν. — Δε με λυπάσαι; του είπε.

Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα». »Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμοναι γι' αυτόν τον κόσμοαμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου.

Το μικρό και αρρωστιάρικο σώμα του, τάραζε σπασμωδικά και στα μάτια του τα καστανά έτρεμαν δυο δάκρυα. Τώρα δεν είχε τίποτα από τη σοβαρή αξιοπρέπεια που φορούσε για τήβεννο σοφίας απάνω του από μικρός. Ήταν ένα τσαχπίνικο παιδί που δε δίνει μια πεντάρα έξω από τη ζωούλα του. Τόσο αστείοι του φαίνονταν οι φόβοι τ' αδερφού του.

Θέλω όμως να πω και κάτι άλλο….» «Μίλησε λοιπόν!», είπε η Νοέμι, αλλά με τέτοια περιφρόνηση που εκείνος πάγωσε. Παρ’ όλα αυτά τόλμησε: «Πιστεύω ότι θα του έκανε καλό εάν είχε δική του οικογένεια. Εάν αγαπάει πραγματικά εκείνο το κορίτσι….. γιατί να μην τον αφήσετε να την πάρει;….» Η Νοέμι πετάχτηκε επάνω, ακουμπώντας τα πόδια της που έτρεμαν στον πάγκο. «Σε πλήρωσε για να τα λες αυτά

...Κ' εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν, επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμμα. Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς συλλαβών διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' και μετά βαθέως στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν