United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την δε σάρκα επενόησεν, ίνα γίνη προπύργιον κατά των υπερβολικών καυμάτων και ασφάλεια κατά του χειμώνος, προ- σέτι δε και κατά των πτώσεων, ως ένδυμα συμπιλητόν, διότι η σαρξ C. | μαλακώς και ευκόλως υποχωρεί εις τα άλλα σώματα και έχει εν εαυτή υγρόν θερμόν, το οποίον κατά μεν το θέρος ιδρώνει και νοτίζον την επιφάνειαν δύναται να προξενή εις όλον το σώμα φυσι- κόν ψύχος, τον δε χειμώνα απεναντίας με αυτό τούτο το πυρ δύνα- ται να υπερασπίζηται αρκούντως κατά του ψύχους, το οποίον την προσβάλλει και την περικυκλώνει έξωθεν.

Κ' ενώ βαδίζουν οι βαστάζοντες, σείεται ελαφρώς το Κουβούκλιον, σείεται και το κρεμάμενον έσωθεν χρυσούν εξ αντρέδων και ψευδανθέμων ποικιλόχρωμων στέμμα και τα λοιπά χρυσά και άνθινα στολίσματα, και αποτελείται ούτω μία ευάρεστος αλληλουχία λικνιζομένων χρυσών λάμψεων, καθηδύνουσα την όρασιν και πραΰνουσα ως δρόσος εν καύσονι την καρδίαν, εν ώ η ελαφρόπνους πρωινή αύρα κινούσα μαλακώς το φως των λαμπάδων μετασχηματίζει αυτό επιτηδείως εις ένα μονοκόμματον φωτεινόν στέφανον γύρω-γύρω του Κουβουκλίου, καταυγάζοντα ηδέως τα όμματα.

Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον ως πριν μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι.

Τη βοηθεία της δυνατής βάρκας του μπάρμπα- Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λημνίου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβράδυναν να ξεκαθίσωσιν από την άμμον το γολεττί, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ' εφαίνετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυομένον κατόπιν πολλών κόπων.

Χτύπησες παιδί μ; ηρώτα η γραία μετά περιπαθείας έκφρονος. — Ωχ! επόνει η Δεσποινιώ, μη δυναμένη να μετακινηθή εκ του εδάφους. Και εθώπευε μαλακώς τον δεξιόν της πόδα. Είχε θραυσθή το οστούν του ποδός, άνω του γόνατος εν τω μηρώ. Απερίγραπτος είνε η θλίψις της γραίας και της άλλης αδελφής, ότε εβεβαπτίσθησαν περί του τρομερού παθήματος. — Ωχ! Ωχ!

Και πάραυτα, απογυμνώσας τας κνήμας του, επήδησεν επί των σκοπέλων της ερημονήσου μαλακώς, ως δορκάς: — Να σας βγάλω καμπόσα ακρογιαλά, για να με θυμάσθε!