United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χορέβανε, γελούσανε, διασκεδάζανε, λαλούσανε για χίλια δυο πράματα, και φυσικά, όπως τυχαίνει στους χορούς και στους σουαρέδες, μεγάλα πράματα δε λέγανε. Να πω την αλήθεια, με πήρε βαριομάρα τρομερή, μου ήρθε μάλιστα και πλήξη.

Ποιος νάναι άραγε αυτός ο άνθρωπος, λέγανε οι πέντε βασιλιάδες, που μπορεί να δίνη εκατό φορές περισσότερα από μας και τα δίνει; Μήπως ήσαστε και σεις βασιλιάς, κύριε; — Όχι, κύριοι, και δεν το επιθυμώ καθόλου!

Σε λίγο σίμωσε έπειτα στ' αρχοντικό τ' αντρός της, στου Έχτορα τ' αντροφονιά, και μέσα μαζωμένες βρήκε τις σκλάβες, κι' έπιασαν όλες μαζί το κλάμα. Σπίτι του ακόμα ζωντανό έτσι όλες τον θρηνούσαν· 500 και λέγανε απ' τον πόλεμο ξανά δε θα γυρίσει κι' απ' των οχτρών δε θα σωθεί τη λύσσα και τα χέρια.

Ο Έφις δίπλωνε προσεχτικά τον σκούφο του. «Πρώτα ο Θεός, φέτος οι κυράδες μου θα πάνε στο πανηγύρι…. για να προσευχηθούν και όχι για να διασκεδάσουν….» «Χαίρομαι που τ’ ακούω. Πες μου κάτι, εάν επιτρέπεται: είναι αλήθεια ότι έρχεται ο γιος της Λία; Το λέγανε σήμερα εδώ, στο μαγαζί

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δούλος του να ήτον; Συγγενής του μήπως ήτον; ΘΕΡΑΠΩΝ Αλλοίμονον! Θ’ αναγκασθώ να ομολογήσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θέλω ν’ ακούσω. Λέγε μου και μην αργοπόρει. ΘΕΡΑΠΩΝ Παιδί του Λαΐου το λέγανε μεσ’ στο παλάτι. Απ’ τη γυναίκα σου μπορείς όλα να μάθης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτή λοιπόν σου το ’δωκε; ΘΕΡΑΠΩΝ Μάλιστα, αφέντη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και για ποιο λόγο; ΘΕΡΑΠΩΝ Για να τ’ αφανίσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η ίδια που το γέννησε;

Και τώρα τ' Αχιλέα εγώ θα ξηγηθώ· όμως όλοι προσέξτε οι άλλοι κι' ήσυχα το λόγο μου αγρικήστε. Συχνά μού λέγανε όλοι τους το λόγο αφτό, και πάντα 85 με κατεχούσαν, μα να εγώ δε φταίω, μον η Κατάτρααφτή που στ' ανήλια γυρνάεικι' η Μοίρα μου κι' ο Δίας, που άγρια με φρένια πύρωσε στη συντυχιά το νου μου τη μέρα π' άρπαξα τη νια ξανά απ' τον Αχιλέα.

Από πού ήρθε, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πού ήτανε κρυμμένος τόσον καιρό, κανένας δεν ήξερε. Λέγανε κάποιοι πως ήτανε φθασμένος από κάποιο απόμερο χωριό, πως είχε περπατήσει μερόνυκτα σε βουνά και σε λαγκάδια, τρώγοντας άγρια χορτάρια και πίνοντας με τις φούχτες του νερό απ' τις ερημικές βρυσούλες.

Εκεί που πασχίζανε μαζί, την πήρε κατά μέρος η γειτόνισσα και της τάπε όλα, τα τι λέγανε για το κορίτσι στο δρόμο οι γυναίκες. Έγινε η θεια Ελέγκω θεριό μονάχο. Σαν αποτελείωσαν τη δουλειά τους, είπε της Λιόλιας: Έλα μάζεψε τα ρούχα σου ναρθής σπίτι μου, στο μενούτο!

Απομείνανε θα πης· δίχως ξύλα, απομείνανε και δίχως κάτι ψόνια για την αποταχινή. Μα δε χαλνούσε κι ο κόσμος με δαύτα. Έτσι λέγανε μια μια οι γειτόνισσες, και τους φέρνανε δανεικά. Ως και ψωμί δανεικό τους κουβάλησαν. Κομπόδεμα λοιπόν η μαζώχτρα η Ασήμω, κομπόδεμα η θεια της η Πασκαλιά, κομπόδεμα κ' οι γειτόνοι.

Μα είντά 'χεις; — Κατέω κεγώ; Έτσα λυόνω και πάω και το γιατρικό μου δε βρίσκεται. Κρυφόθερμες λένε πως έχω. Μα δε μούπες, είντα τάκανες τα γράμματα που μούγραφες. Ήσκιζές τα; — Όι, εστέρευγα τα κέχω τα όλα. — Κρίμα να μη μου τα πέμπης! Εγώ, και χωρίς να κατέω γράμματα, θα καταλάβαινα είντα λέγανε. Θα τως έδιδα φιλιά και θα μουλέγανε μοναχά τως είντα τως επαράγγειλε ο Γιώργος μου να μου πούνε.