United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτό μεν πρέπει να ειπούμεν ότι είναι έν και μία αιτία διά να μη θέλη η πόλις να επιδιώκη ούτε τούτο ούτε κανέν άλλο καλόν έργον, αλλά από απληστίαν διά τον χρυσόν και τον άργυρον είναι πρόθυμος έκαστος άνθρωπος να ανέχεται πάσαν τέχνην και εφεύρεσιν είτε έντιμον είτε άτιμον, εάν πρόκειται να γίνη πλούσιος, και να εκτελή πάσαν πράξιν είτε ευσεβή είτε ασεβή και όλως αισχράν, χωρίς να στενοχωρήται διόλου, αρκεί μόνον να έχη τα μέσα καθώς το ζώον διά να φάγη πολλών ειδών φαγητά και να πίη επίσης και να απολαύση όλας τας ηδονάς των αφροδισίων.

Ο Πρωτόγυφτος έφερε την χείρα εις την κεφαλήν, και τα είχε χάσει από πολλού, ώστε ήτο απηλλαγμένος της ανάγκης του να ομιλήση. — Επληροφορήθην την αισχράν διαγωγήν σου, επανέλαβεν ο αρχηγός. Αλλά δεν θα φέρης εις πέρας τον σκοπόν σου. — Ορισμός σας, αφέντη, ετραύλισε τρέμων ο Πρωτόγυφτος. — Ποίος δαίμων σ' ενέπνευσε να πωλήσης την κόρην σου; είπεν αμειλίκτως ο αρχηγός.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είμαι φαυλότατος του κόσμου· το αισθάνομαι πλειότερον παντός άλλου. Τίνι τρόπω, ω Αντώνιε, ω μεταλλείον γενναιοδωρίας, ήθελες ανταμείψη καλυτέρας μου υπηρεσίας, αφού στέλλεις χρυσούν στέφανον εις την αισχράν διαγωγήν μου; Εξογκούται η καρδία μου και αν η θλίψις δεν κατασυντρίψη αυτήν, τρόπος ταχύτερος θα καταστρέψη την θλίψιν. Αλλά αισθάνομαι ότι θα επαρκέση η θλίψις.

Αλλά την τριακοστήν πρώτην του Ιανουαρίου συνέβη μία μάχη, εις την οποίαν μόνην καθ' όλον το διάστημα της εκστρατείας ενικήθησαν οι Έλληνες και υπέπεσον εις αισχράν φυγήν· αλλά και τούτο συνετέλεσεν εις το να δοξάση περισσότερον τον Καραϊσκάκην, ο οποίος εφάνη πολύ σημαντικώτερος, παρά αν ήθελε κατορθώσει αξιόλογον νίκην.

Δηλαδή πας όστις κάμνει κάτι τι από ηδονήν δεν είναι ακόλαστος ή ποταπός ή ακρατής, αλλά όστις το κάμνει από αισχράν ηδονήν. &Διάφορα είδη ακρατείας.& Αλλά βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ευχαριστούνται με τας σωματικάς ηδονάς ολιγώτερον του δέοντος, και δεν επιμένουν εις τον λόγον διά τον οποίον είναι τοιούτοι. Μεταξύ δε αυτών και του ακρατούς μέσος είναι ο εγκρατής.

Διότι λέγει· «ένεκα τούτου εγώ δεν θα κοπιάσω διά να ζητήσω εκείνο το οποίον είναι κενή και ακατόρθωτος η ελπίς να εύρω, άνθρωπον δηλαδή χωρίς σφάλμα ανάμεσα εις ημάς τους άλλους, οι οποίοι ζώμεν από τον καρπόν της γονίμου γης· αν τον εύρω, έπειτα θα σας το είπω»· αλλά και εις ολόκληρον το ποίημα καταφέρεται τόσον δυνατά εναντίον της γνώμης του Πιττακού· «κάθε δε άνθρωπον, ο οποίος δεν πράξη καμμίαν αισχράν πράξιν, με την καρδιά μου τον αγαπώ και τον επαινώ· αλλά με την ανάγκην και οι θεοί οι ίδιοι δεν τα βάζουν»· και αυτό ακόμη διά τον ίδιον σκοπόν το είπε.

Ο Αμβλέτος, γεμάτος υποψίαν, εισερχόμενος εις το δωμάτιον άρχισε να μιμήται με τους βραχίονας τα πτεροκοπήματα του πετεινού, και όπως άκουσε κάτι να κινήται όπισθεν του παραπετάσματος, φωνάζει· ένας ποντικός, ένας ποντικός! σύρει το ξίφος, το σπρώχνει μέσα εις το παραπέτασμα, φονεύει τον σύμβουλον, κατόπιν τον κατακομματιάζει και τον ρίπτει εις τους χοίρους διά να τον φάγουν· επιστρέφει εις το δωμάτιον, και πρώτα ελέγχει πικρώς την Γερούθην διά την αισχράν διαγωγήν της και κατόπιν της ομολογεί ότι αυτός προσποιείται τον τρελλόν διά να προφυλαχθή από τον θείον του και διά να προετοιμάση την εκδίκησιν, και δεν ζητεί εις τούτο από την μητέρα του άλλην συνδρομήν παρά να μη τον προδώση.

Υπό ταύτης φλεγόμενος ο δυστυχής Νάρκισσος ελησμόνησε την Ηχώ και κατακλισθείς παρά το χείλος λίμνης απέθανεν εκεί, τείνων εις την ιδίαν αυτού εικόνα απηλπισμένην αγκάλην. Και την αισχράν όμως Ηχώ ετιμώρησαν οι θεοί μεταβαλόντες εις λίθινον ψιττακόν. Αλλ' έτι θαυμαστότερον το επόμενον θαύμα.

Μ' κυρίευση διπλούν αίσθημα μίσους και φόβου, και έβλεπα ακίνητος τον άγριον εκείνον Τούρκον ερχόμενον προς εμέ. Μου απηύθυνεν αποτόμως ερώτησιν, την οποίαν δεν ενόησα, και δεν απεκρίθην. Εκτόξευσε βλέμμα οργίλον και ύβριν αισχράν και εισήλθεν εντός της οικίας. Δεν επανείδα ευτυχώς την απεχθή μορφήν του ! Αλλ' η ώρα παρήρχετο και ανυπομόνουν περιμένων τους δημογέροντας.

Σκεφθήτε λοιπόν και εκλέξατε από τώρα ή την πάραυτα και άνευ κινδύνων δουλείαν, ή, νικώντες μεθ' ημών, να διαφύγετε την αισχράν δουλείαν των Αθηναίων και την έχθραν ημών, η οποία δεν είναι περιφρονητέα.