Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Και είτα ώρμησε να κατέλθη εις την παραλίαν, συμπεραίνων εν θριάμβω: — Χωρίς άλλο θα είνε καπνά! Ήτο περί το τέλος του ο μάϊος. Και την νύκτα εκείνην έλαμπε μελιχρώς η σελήνη, διαχέουσα γλυκύτατον ωχρόλευκον φως επί της πολίχνης και του ορμίσκου, όστις έστιλβεν ως απέραντος καθρέπτης με χρυσά κροσσωτά πλαίσια, χρυσήν παίζουσαν ανταύγειαν του φωτάς της σελήνης.

Και τον καιρόν που έκανεν αυτούς τους στοχασμούς, ο Αμπτούλ εξαναήλθεν εις τον χοντζερέ με ένα σκλαβόπουλον, που έλαμπε ωσάν ο ήλιος. Αυτό το ευγενικό σκλαβόπουλο εκρατούσεν εις το χέρι ένα ποτήρι καμωμένον από ένα κομμάτι ρουμπίνι, γεμάτο από ένα εξαίρετον κρασί, και πλησιάζοντας εις τον Καλίφην του το έδωκε να πιή.

Ο Αριστόδημος καλοξαπλώθηκε στο κάθισμα του, σαν ουζοθρεμμένος αγάς κ' έσκασε τα γέλοια. Γελούσε τόσο δυνατά που έκανε τους τοίχους του σπιτιού να ταράζωνται συθέμελοι και τα τζάμια των παραθυριών να τρίζουν, σαν από κάποια υπόγεια βροντή. Το σκυθρωπό και αναιμικό πρόσωπό του έλαμπε κ' εκοκκίνιζε σα βερνικωμένη τομάτα.

Το πλατύ του μέτωπο έλαμπε από ειλικρίνεια. Τα κινήματά του ήταν φυσικά και απλά σαν το σείσιμο της ανεμόνης. Όσο τον πρόσεχε ο Αλαμάνος, τόσο του άρεσε. Έπειτα ήρθαν τα λόγια και δυνάμωσαν την εντύπωσή του. Άκουε τους δύο αδερφούς κ' εύρισκε καταπληχτική διαφορά μεταξύ τους. Ο Αριστόδημος του φαινόταν παρά πολύ βουτημένος στην πρόληψη.

Κι εσέ σκληρά η δική σου σ' εκδικήθη αρπάζοντάς σε απάνω στη χαρά· τον ήλιο πώς λαχτάριζαν τα στήθη, πώς του κόσμου σε πύρωνε η ομορφιά, πώς έλαμπε το μάτι μαγεμένο σ' όνειρο ωραίο εμπρός του ξανοιγμένο!

Ήτον εκείνος ο καιρός καιρός του &εικοσιένα!& . . . Πούν' τα χρόνια τώρ' αυτά! χρόνια χαριτωμένα, Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια, Χρόνια που κάθε όνειρο, κάθε χρυσή ελπίδα, Και κάθε δάκρυ έλαμπε για μια. . . . για την Πατρίδα! Χρόνια, που εμείς τα θάψαμαν σκληρά, σε καταφρόνια.

Επήγαινεν εις το σχολείον και όπως κάθε πρωί ακολουθούσε την ακρογυαλιά, όταν έξαφνα είδε την Νεράιδα εμπρός της με την χρυσή της βέργα, που έλαμπε. Έλαμπαν και τα ξανθά μαλλιά της και το φόρεμά της ακτινοβολούσε από σταλαγματιές της θαλάσσης· εκείνην την στιγμήν η Νεράιδα είχεν έβγη από το νερό. Καθώς έμαθα, της λέγει, δεν αγαπάς το σχολείον.

Ψηλά και με ροζιάρικους κλάδους υψωνόντανε τα έλατα αποπάνω του και προχώρεσε μέσα στους κορμούς, όπου ο ήλιος έλαμπε στα μούσκλα και τα πρώτα ανοιξιάτικα πουλιά είχαν αρχίσει να κελαδούν. Ένας μικρός ποντικός πετάχτηκε μέσα από τις πέτρες κι ο μικρός Σβεν έτρεξε κατόπι του. Όλο και μακρήτερα πήγαινε πάντα.

Το 'δικό σου είναι βέβαια κάτω εις την κοιλάδα· αλλά εδώ επάνω πρέπει κανείς να σκέπτεται την Νεράιδα του Πάγου· δεν είναι καλή προς τους ανθρώπους, λέγουν οι άνθρωποι!» — Δεν την φοβούμαι! . . » είπεν ο Ρούντυ. «Με έδωσε 'πίσω, όταν ήμην ακόμη παιδί, δεν θα της παραδοθώ, όταν είμαι μεγάλοςΚαι το σκότος ηύξανε. η βροχή κατέπιπτε, επήλθε, και χιόνι, έλαμπε, ετύφλωνε.

Μα και τα υλικά ωφελήματα των ξένων εκείνων καλοθελητάδων, όσο βασιλικά και να είτανε, δεν ξαναφέρανε στον τόπο και την καλοτυχιά εκείνη που μονάχα βλαστίζει με τάλλα καλά της χρυσής λευτεριάς. Ο τόπος, κι αν έλαμπε δω και κει το μάρμαρο και το χρυσάφι, είτανε φτωχός και ταπεινωμένος. Μισοέρημα τα νησιά, μισοέρημη η Πελοπόννησο κ' η καθαυτό Ελλάδα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν