Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Επί πολύ δεν παρετήρησα τίποτε, μίαν ημέραν όμως πλησίον κρήνης, είδα ένα δούλον, όστις ήντλει ύδωρ και έκλαιεν. Επλησίασα και τον ηρώτησα διατί κλαίει.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ω άγιε πνευματικέ, ω πάτερ μου, πού είναι ο άνδρας της Κυρίας μου; πού είναι ο Ρωμαίος; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Να! καταγής· εμέθυσεν από τα δάκρυά του. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τα ίδια κι' απαράλλακτα κ' η Ιουλιέτα κάμνει. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Κ' οι δυο αξιολύπητοι, κ' οι δυο δυστυχισμένοι! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Έτσι κ' εκείνη καταγής 'ξαπλόνεται και κλαίει, και ούτε τ' αναφυλλητόν, ούτε το κλαύμα παύει.
Το άσμα προέβαινε μελωδικώτερον πάντοτε, με τα ναξιώτικα τσακίσματά του και με την παθητικήν κρούσιν της Μαριγούλας του καπετάν-Γιακουμή, του ηδυμόλπου τσιβουρίου, όπερ ως παράπονον, το συνώδευε το παλαιόν άσμα, ηρέμα κρουόμενον, παράπονον ναύτου θαλασσοδαρμένου, παράπονον ξενιτευμένου, όπως ελαφρά-ελαφρά, κτυπά το θαλασσάκι 'ς την ακρογιαλιά, εις τας πρωίας της αύρας του πελάγους πνοάς, ή όπως κλαίει ο πεύκος εις το πρωινόν του βουνού αγεράκι, ένα κλαύμα οπού χαίρεσαι να το απολαμβάνεις.
Επειδή γνώριζε την αγάπη της σ' εμένα και τα όσα έλεγε η μάνα μου, σκέφθηκε μήπως μεπερίμενε νανταμωθούμε κροφά· κι' ανέβαινε, φαίνεται, στο βράχο για να 'δη ανυπόμονη αν ερχότανε ο μικρός εραστής. Πολλές φορές κάθησε, ως όπου να φτάση πάνω και πάνω στο βράχο. Εκεί πάλι κάθησε κέσκυψε με στάση Νιόβης. Κλαίει πάλι; μουρμούρισε ο Δρακογιώργης. Μα είντα 'ν' αυτά; Να πάω θέλω να 'δω.
Έρμη εκείνη, καταμόναχη τόρα, κλαίει και μύρεται στα κρύα μνήματα των οχτώ παιδιών αλλά στο μνήμα του πραγματευτή, κλωτσά τις πλάκες και βρυχέται και αναθεματίζει: Ασήκω, σήκω Κωσταντή, την Αρετή μου θέλω! Το Θεό μου βαλες εγγυτή και τους αγίους μαρτύρους αν τύχη πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρης! Η κατάρα των γονέων ακούεται όπως και η ευχή. Τινάζεται ο Κωσταντής μισολυωμένος από το μνήμα·
Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι. — Ο αέρας τρέμει.... του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα; — Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα; — Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω. — Και τα σύννεφα, Θεέ μου! — Βλέπεις τα μακρυνά βουνά; — Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους. — Ο άνεμος κλαίει; — Όχι.
Και όπως τα μικρά παιδιά και οι γέροι άρχισε να κλαίει χωρίς να ξέρει το γιατί από πόνο που ήταν χαρά, και από χαρά που ήταν πόνος. Κάποιος όμως χτύπησε πάλι στην εξώπορτα κι εκείνη σκούπισε τα μάτια της με το πανί και πήγε ν’ ανοίξει. Ένας άντρας μπήκε κλείνοντας ξωπίσω του την εξώπορτα.
Βαρειά φτερνιέται τάλογο, πεζεύει ο καββαλάρης Και κράζει τη γυναίκα του και ολοβροντάει τη θύρα. Λαχταριστοί τινάζονται απ' το ζεστό το στρώμα Και κατεβαίνουν 'ςτήν αυλή τον ξένον να δεχτούνε. Χίλιαις αλλάζουν αγκαλιαίς, φιλήματ' άλλα τόσα. Ο ένας κλαίει από χαρά, κ' οι δυο από φόβο αχνίζουν. — Τ' είσαι καλή μου τόσο αχνή και τρέμεις σαν το φύλλο;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Την κλαίει• και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του τήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγη ακόμα. Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστια την έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.
Ο βασιλεύς την επρόσταξε να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της και βλέποντας την έτσι ευμορφοτάτην έμεινεν εκστατικός, την θεωρεί όμως οπού κλαίει και θλίβεται απαρηγόρητα και την ερώτησε την αφορμήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν