Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν λέγει γρυ, αυθέντα μου, πλην κλαίει κι' όλον κλαίει· και πότε ‘ς το κρεββάτι της ξαπλόνεται και πέφτει, και πότ' ανασηκόνεται, και μιαν Τυβάλτη! κράζει, Ρωμαίε! κράζει έπειτα, και πάλιν ξαναπέφτει. ΡΩΜΑΙΟΣ Ωσάν να ήτο τ' όνομα εκείνο μία σφαίρα, που από στόμα κανονιού εβγήκεν αναμμένη και την εσκότωσε!
Δυο ενωμένες έπεσαν στο χέρι του, πράσινες και σκληρές σαν από μέταλλο. Ανατρίχιασε. Το μυαλό του πήγε στην Γκριζέντα: σκέφτηκε ότι θα έφευγε χωρίς να την ξαναδεί, έτσι φτωχός που ήταν θα έπρεπε να απαρνηθεί ακόμη και ένα κορίτσι φτωχό σαν κι εκείνον. Και έχωσε το πρόσωπο μέσα στη χλόη με αναφιλητά χωρίς να κλαίει ενώ οι ώμοι του ταράσσονταν από ένα έντονο τρέμουλο. Κεφάλαιο όγδοο
Η Ελπίδα έλεγε το μυρολόι της σιγά και ταπεινά, σα βρυσούλα που κλαίει την ερμιά της μέσ' στο δάσος. Τα λόγια της ήταν απλά και συνειθισμένα· μα τους έδινε τέτοιο αίσθημα η λαλιά της που τάκανε ουρανοκατέβατα. Ο πόνος πάλαιβε με το πάθος και το πάθος με το θρίαμβο μέσα τους.
Και η κόρη μου η δυστυχής οδύρεται και κλαίει μαθούσα την θανάσιμον τύχην, την οποίαν ο πατήρ της μελετά δι' αυτήν. Αλλ’ ιδού, ενώ περί αυτού λαλώ, έρχεται ο Αγαμέμνωναυτός, όστις ετοιμάζεται να διαπράξη ανοσιούργημα κατά του ιδίου του τέκνου. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ.
Αν φέρνης τη Βασίλισσα Ιζόλδη σήκωσε το άσπρο πανί, κι' αν δεν την φέρνης βάλε το μαύρο, ν' αρμενίσης μ' αυτό. Φίλε, δεν έχω τίποτ' άλλο να σου ειπώ. Ο Θεός να σε οδηγήση και να σε ξαναφέρη υγιή και γερό!» Αναστενάζει, κλαίει και θρηνεί, κι' όμοια κλαίει ο Καερδέν, φιλεί τον Τριστάνο και τον αποχαιρετά. Με τον πρώτο άνεμο, έβαλε μπρος.
Από μακρυά, αχ' το βουκουλιό, ακούγεται φλογέρα. Κάπου βροντάει μια τουφεκιά ή κυνηγού ή δραγάτη, Και κάπου κάπου ο αντίλαλος βραχνό τραγούδι φέρνει Του αλογολάτη, του βαλμά, οπού γυρνάει κ' εκείνος. Του κάμπου τάγρια τα πουλιά γυρνούν αχ' τες βοσκές τους, Και μ' άμετρους κελαϊδισμούς μέσ' στα δέντρα κουρνιάζουν· Σκαλώνει ο γκιώνης στο κλαρί και κλαίει τον αδερφό του.
Κάτω απ' τη μαύρη σκέπη κλαίει ανόχλητα τη χαμένη παρθενιά της η κόρη. — Σωστά· είπε ο Δημητράκης θλιμμένος. Άνοιξε το όλο να ζήσης. Όλο το κέντημα είνε για τον πόλεμό μας ; — Α μπα· εδώ είνε κεντημένη όλη η ιστορία της γενιάς σας. — Της γενιάς μας· ήθελες να πης. — Όπως θες. Και σύγκαιρα ξετύλιξε απάνου στο χορτάρι ένα κομμάτι ατλάζι πλατύ και μακρύ σα σεντόνι. Ήταν όλο γεμάτο από κεντήματα.
Το μόνο κακό είνε πως δεν ξέρουν ακόμα τον τρόπο για να τη φανερώσουν. Να, για πρόσεξε· δε σου φαίνεται πως η Αντρομάχη κλαίει τον Έχτορά της; — Μάννα μ', να σε ρωτήσουμε και να μας μολογήσης, Τίνος αφίνεις τα κλειδιά από τ' αρχοντικό σου ; Ρώταγε παραπονετικά η Ελπίδα.
Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίη! Και τίνος το βλαμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει;.. Ακούω·.. λόγια καθαρά: — Ελένη μου, παιδιά μου, Αγαπημένα Γιάννινα! — Ω, τι ακούν' τ' αυτιά μου!.. Μεμιάς φωναίς κι' αλαλαγμός από το Μεσολόγγι. Και μια μεγάλη αναλαμπή, οπού βουνά και λόγγοι Λάμπουνε 'σάν να καίγονται, τον κόβουνε το κλάμα Του γέρου του Καλόγηρου.
Με κλαύματα ερχόμεθα 'ς τον κόσμον. Δεν το 'ξεύρεις; Από την πρώτην την στιγμήν που μυρισθή αέρα, βογκά και κλαίει το παιδί. — Να σου το εξηγήσω. Την διδαχήν μου άκουσε: ΓΛΟΣΤ. Αλλοίμονον! Τι θλίψις! ΛΗΡ Θρηνούμεν, όταν μας γεννούν διά τον λόγον, ότι με λύπην μας ερχόμεθα εις τούτο της μωρίας το θέατρον τ' απέραντον... Ω! τι ωραίος σκούφος!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν