Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Εάν εν κακίαις και αμαρτίαις ήθελον διέλθει τον βίον, εν τη εσχάτη μου ταύτη ώρα βεβαίως ήθελον θρηνεί, αναλογιζόμενος την δικαιοσύνην του Υψίστου· και σεις δε τότε δικαίως ηθέλετε κλαίει μετ' εμού.
Τελειώνοντας αυτά τα λόγια εκαμώθηκε πως κλαίει και επαράστησε με τόσην τέχνην την μορφήν της, που ο Κατής έμεινε γελασμένος.
Ψεύματα λες, απεκρίθη ο Ταχέρ· η Δηλαρά κλαίει και οδύρεται διά το πταίσιμον που έκαμε με εσένα, και εσύ λες πως θέλει και αυτή να αναχωρήση από το σπήτι μου; Αυθέντη Κατή, ακολουθεί αυτός, εγώ θέλω να τον πιάσω με τον λόγον του.
Οι υπηρέτες τρέχουνε στο δωμάτιο όπου με αυστηρή επίβλεψι φυλάνε τους αγαπητικούς. Τραβάνε τον Τριστάνο από τα σκοινιά. Καλέ Θεέ! τι χυδαιότης να τόνε δέσουν έτσι. Κλαίει για την προσβολή, μα τι ωφελούν τα δάκρυα; Αισχρά τον πέρνουν και τον πάνε. Και η Βασίλισσα, σχεδόν τρελλή από αγωνία, φωνάζει: «Αν μπορούσα να σκοτωθώ, φίλε, για να σωθής, τι μεγάλη χαρά!»
Τώρα όλα τελείωσαν…» «Τι θα κάνεις τώρα;» «Τι θες να κάνω; Θα μείνω εδώ περιμένοντας το θάνατο. Τα έχω μαζί μου όλα, η ψυχή μου να σωθεί.» «Μπορώ να σε πάω μέχρι το Νούορο», είπε ο Έφις, και ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Σκυμμένος επάνω στον ετοιμοθάνατο προσπαθούσε να τον ξαναζωντανέψει βρέχοντας τα χείλη του με το ποτό που άφησε η γυναίκα και το μέτωπό του με ένα κουρέλι βουτηγμένο στο κρασί.
— Αν είνε μαγεμένος, με την υπομονήν και την καταφυγή εις τα θεία, θα χαλάσουν τα μάγια. Έχω μια τέτοια ελπίδα διέκοψεν ο ευλαβής εφημέριος. Αλλά χρειάζεται προσφυγή εις τα θεία. Και καθώς μανθάνω, η καϋμένη η νύμφη σου ολοένα προσεύχεται και αγρυπνεί και κλαίει . . . — Ως και εις τον τάφον του Κωνσταντίνου επήγα, εξηκολούθησεν ο γέρων ενθουσιασμένος πλέον από την διήγησίν του.
Πριν έμβω εις το κατάστημα, εγύριζον νυχθημερόν ζητεύουσα· ενθυμούμαι δε κάλλιστα και τας περιφρονήσεις των διαβατών, και τους πικρούς των λόγους, και τας ψυχράς νύκτας, τας οποίας ημίγυμνος και ανυπόδητος, τρέμουσα και πεινώσα, διήλθον άυπνος εις τας δημοσίους οδούς. Η καρδία μου κλαίει οσάκις περί πτωχών ακούω, παρηγορείται δε και ευφραίνεται οσάκις δύναμαι να τοις προσφέρω μικράν βοήθειαν.
Φτάνοντας εκεί τι βλέπει; Μια κίσσα, που βέλαζε σα βετούλι. Τότε ο Μαλώνης ήρθε στον εαυτό του από το θυμό του, θυμήθηκε το κακό που έκανε να σκοτώση τον αδερφό του, έκλαψε, χτυπήθηκε και στο τέλος από τη λύπη του έγεινε πουλλί — αυτό που λέμε Γκιώνη — κι’ από τότε όλο κλαίει και φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο αδερφό του: «Γκιων! Γκιων!
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Τι να τρέχη κυρία μου; Να. Δε θέλει να κατεβή κάτω λέει. Είναι άρρωστη. Την πονεί το στομάχι της. Κάθεται σκυμμένη απάνω στο μαξιλάρι της και κλαίει. Τώρα που θα πάω να το πω του κυρ-Τάσσου θα τα βάλη μ' εμένα. Όλα στον Μ-Αργύρη ξεσπούνε. ΛΕΛΑ — Μου κάνεις μια χάρι Μ-Αργύρη; Αν ιδής κάτω το γιατρό πες πως τον ζητούνε στο 11. Είναι ανάγκη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Στους ορισμούς σας, κυρία.
Άξαφνα ένας απ' τους βοηθούς του φαρμακείου που βγήκε μια στιγμή ν' αδειάση το γουδί του έξω στο μικρό πεζοδρόμιο, μπήκε μέσα φωνάζοντας: Ακούτ' εκεί!... Το παιδί πούταν εδώ τόρα, πέθανε! — Πώς; Πέθανε! έκαμαν όλοι με μια φωνή. — Να, εκεί που πήγαινε η κακομοίρα η μάννα, γύρισε και το είδε πεθαμένο στα χέρια της... Κλαίει και μαδιέται η κακομοίρα! ...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν