Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025


Άρχοντες, ήτανε μια καλοκαιρινή ημέρα, στην εποχή του θερισμού, λίγο μετά την Πεντηκοστή· και τα πουλιά στη δροσιά, χαιρέτιζαν κελαδώντας την αυγή που άρχιζε να χαράζη. Ο Τριστάνος βγήκε από την καλύβα, έζωσε το σπαθί του, ετοίμασε το «Αλάθευτο», και έφυγε να κυνηγήση στο δάσος. Μέχρι το βράδυ κατακόπηκε από την κούρασι.

«Υποτελή, τι κάνεις εκεί; είπε ο Μόρχολτ. Και γιατί δεν κράτησες την βάρκα σου, όπως εγώ; — Υποτελή, για ποιο λόγο; απάντησε ο Τριστάνος. Ένας από τους δυο μας θα φύγη μονάχος του από δω. Δεν του φτάνει μια βάρκα;». Και οι δύο, ερεθιζόμενοι για τη μάχη με υβριστικά λόγια, ετράβηξαν μέσα στο νησί. Κανείς δεν είδε τη φοβερή μάχη.

Η Ιζόλδη έχει τους φλογερούς κι' ωραίους έρωτές της και ο Τριστάνος κοντά της, τη χαίρεται, και τη νύχτα και την ημέρα: γιατί, όπως είναι συνήθεια στους μεγάλους άρχοντες, κοιμάται μέσα στη βασιλική αίθουσα, μαζύ με τους πιστούς και τους σπιτικούς. Η Ιζόλδη τρέμει μολαταύτα.

«Ποιος είσαι, συ, που με φωνάζεις μέσ' τη νύχτα, τέτοια ώρα; — Μεγαλειότατε, είμαι ο Τριστάνος, σας φέρνω μια επιστολή. Την αφήνω κει, στη γρίλλια του παραθύρου. Στείλτε κρεμάστε την απάντησί σας στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού. — Γι' αγάπη του Θεού, ωραίε ανηψιέ, περίμενέ με. Έτρεξε στο κατώφλι και τρεις φορές εφώναξε μέσα στη νύχτα. «Τριστάνε, Τριστάνε, Τριστάνε, υγιέ μου!

Πέντε νύχτες και πέντε μέρες αρμένισε κατ' ευθείαν στην Κουρνουάλλη, και την έκτη έρριξε την άγκυρα στο λιμάνι του Τινταγκέλ. Πέρα από το λιμάνι, υψώνεται προς τη θάλασσα το παλάτι, φραγμένο απ' όλες της μεριές. Δεν μπορούσε να μπη κανείς παρά μόνον από μια σιδερένια πόρτα που μέρα και νύχτα δυο άγρυπνοι φρουροί την εφύλαγαν. Πώς να μπη; Ο Τριστάνος κατέβη από το καράβι και κάθησε στην παραλία.

Καθισμένη κάτω από τη σκηνή όπου είχε κλειστή μαζύ με τη Βραγγίνα, την υπηρέτρια της, θυμότανε την πατρίδα της κ' έκλαιγε. «Πού την επήγαιναν αυτοί οι ξένοι; Σε ποιον; Τι την περίμενεΌταν την επλησίαζε ο Τριστάνος κ' ήθελε να την ησυχάση με γλυκά λόγια, εθύμωνε, τον έδιωχνε, και το μίσος εφούσκωνε την καρδιά της.

Την ηύρε μοναχή και της είπε: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι εδώ. Τον είδα στον παραμελημένο δρόμο πώρχεται από το Τινταγκέλ. Τρεις φορές τον κάλεσα να σταθή, ξορκίζοντάς τον στ' όνομα της Ιζόλδης της Ξανθής. Μα τον είχε πιάσει φόβος, και δεν τόλμησε να με περιμένη. — Ψέμματα και τρέλλες λέτε, ωραίε άρχοντα.

Τριστάνε, είπε ο αρχικυνηγός, ο Θεός ν' ανταμείψη τον πατέρα σου που σανάστησε τόσο ευγενικά. Χωρίς άλλο, θάναι κάποιος βαρώνος πλούσιος και δυνατός; Αλλά ο Τριστάνος που ήξερε να μιλάη καλά και να σωπαίνη καλλίτερα, απάντησε με πονηρία. «Όχι, Άρχοντα, ο πατέρας μου είναι έμπορος.

Όταν ο Τριστάνος γύρισε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι, κ' έρριξε μακρυά το ραβδί και την κάπα του προσκυνητή, αισθάνθηκε βαθειά στην καρδιά του ότι ήρθε η ώρα να κρατήση το λόγο που είχε δώσει στο Βασιληά Μάρκο, και να φύγη μακρυά από την Κορνουάλλη. Τι χασομερούσε ακόμη; Η Βασίλισσα είχε δικαιλογηθή, ο Βασιληάς την αγαπούσε, την τιμούσε.

Λεπτό περιδέραιο από χρυσάφι και πετράδια στολίζει το φωτεινό της μέτωπο: — Η Βασίλισσα! λέει σιγανά ο Καερδέν. — Η Βασίλισσα; λέει ο Τριστάνος. Όχι, είναι η Καμίλλη, η υπηρέτρια της». Έπειτα, σ' ένα ψαρρί άλογο έρχεται μια άλλη πειο άσπρη από το χιόνι του Φλεβάρη, πειο ροδαλή από τα τριαντάφυλλα. Τα λαμπρά μάτια της κάνουν μαρμαρυγές όπως τ' αστέρια στο καθαρό νερό της πηγής.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν