Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025


Αλλά το σώμα μου τρέμει, φοβάμαι πολύ, φεύγω, έμεινα κι' όλα πάρα πολύ». Ο Βασιληάς, μέσ' τα κλαδιά, λυπήθηκε, και γέλασε γλυκά. Η Ιζόλδη φεύγει, και ο Τριστάνος τη φωνάζει. — Βασίλισσα, για τόνομα του Χριστού, λυπηθήτε με, βοηθήστε με! Οι τιποτένιοι προδότες ήθελαν να διώξουν μακρυά από το Βασιληά όλους όσοι τον αγαπούν. Επέτυχαν το σκοπό τους, και τώρα τον περιγελούν.

Λυώνει η καρδιά του από την τρυφερότητα, κι' απαντά γλυκά, με αγάπη: «Μην κλαις άλλο, ωραίε σύντροφε, θα κάνω το θέλημά σου. Φίλε, για την αγάπη σου θα πήγαινα βέβαια να σκοτωθώ. Καμμιά συφορά, καμμιά αγωνία δε θα μ' εμποδίση να κάνω ό,τι μπορώ. Πέστε ό,τι θέλετε να μηνύσω στη Βασίλισσα, κι' ετοιμάζομαι!» Ο Τριστάνος απάντησε: «Φίλε, ευχαριστώ. Λοιπόν, άκουσε την παράκλησί μου.

Έμαθε ότι σε τρεις ημέρες, η Βασίλισσα Ιζόλδη, ο Βασιληάς Μάρκος, όλη του η ακολουθία, οι ιπποκόμοι, οι κυνηγοί θάφηναν το Τινταγκέλ για να εγκατασταθούν στο Παλάτι του Άσπρου Κάμπου, όπου μεγάλα κυνήγια είχαν προετοιμαστή. Τότε ο Τριστάνος εμπιστεύτηκε στη Βασίλισσα το δαχτυλίδι με το πράσινο πετράδι και το μήνυμα που θα πήγαινε στη Βασίλισσα.

Ο Μάρκος παράγγειλε στον Τριστάνο με τους βαρώνους του, ν' απομακρυνθή δίχως αναβολή. Τότε ο Τριστάνος πλησίασε τη Βασίλισσα, να την αποχαιρετίση. Κυττάχτηκαν στα μάτια. Η Βασίλισσα ντράπηκε μπρος στον κόσμο και κοκκίνησε.

Η ωραία ιστορία της χρυσής τρίχας δεν ήτανε παρά ένα ψέμμα... Και λοιπόν θα την παρέδινε σε άλλον... Αλλά ο Βασιληάς έβαλε το δεξί χέρι της Ιζόλδης στο δεξί χέρι του Τριστάνου. Και ο Τριστάνος το εκράτησε ως σημείο ότι εξ ονόματος του Βασιληά της Κορνουάλλης την έπαιρνε στην κατοχή του.

Γιατί ο φονηάς του Μόρχολτ θέλησε να με κατακτήση; Α! δίχως άλλο, — όπως ο Μόρχολτ ήθελε τότε να πάρη στο καράβι του τα τρυφερά κορίτσια της Κορνουάλλης, έτσι και συ τώρα με τη σειρά σου, για ωραία εκδίκησι καυχήθηκεςν να πάρης σκλάβα σου εκείνη που ο Μόρχολτ περισσότερο απ' όλες αγαπούσε... — Όχι, κόρη Βασιληά, είπεν ο Τριστάνος.

Ενώ έσπευδαν για το Καρδουέλ οι κήρυκες, απεσταλμένοι του Μάρκου στο Βασιληά Αρθούρο, μυστικά η Ιζόλδη έστειλε στον Τριστάνο τον ακόλουθό της Περινίς, τον Ξανθό, τον Πιστό. Ο Περινίς έτρεξε μέσα στα δάση, αποφεύγοντας τα πατημένα μονοπάτια, ως ότου έφθασε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι όπου, από πολλές ημέρες, τον περίμενε ο Τριστάνος.

Μάθετε ότι είναι κατάμαυρο». Ο Τριστάνος γύρισε κατά τον τοίχο και είπε: «Δε μπορώ να κρατηθώ πεια άλλο στη ζωή». Είπε τρεις φορές: «Ιζόλδη, φίληΤην τέταρτη, παράδωσε την ψυχή. Τότε, σ' όλο το παλάτι έκλαψαν οι ιππότες, οι σύντροφοι του Τριστάνου. Τον εσήκωσαν από το κρεββάτι του, τον εξάπλωσαν σ' έναν πλούσιο τάπητα, και σκέπασαν το σώμα του μ' ένα σάβανο.

Είπε τ' όνομά του κι' ο Τριστάνος του είπε: «Είμαι ο Τριστάνος, Βασιληάς του Λοοννουά, κι' ο Μάρκος ο Βασιλιάς της Κορνουάλλης είναι θείος μου. Έμαθα, άρχοντα, ότι οι υποτελείς σου σού έκαμαν άδικο πόλεμο κι' ήρθα να σου προσφέρω της υπηρεσίες μου. — Αλλοίμονο! άρχοντα Τριστάνε, πηγαίνετε το δρόμο σας κι' ο Θεός να σας ανταμείψη. Πώς να σας δεχτούμε εδώ μέσα; Δεν έχουμε πεια τροφές.

Και καθώς ο θαυματοποιός άρχιζε μια νέα μελωδία, ο Τριστάνος του μίλησε ως εξής: «Πατριώτη, πολύ ωραίο είναι το τραγούδι. Γλυκός ο σκοπός του, και γλυκά τα λόγια. Τώκαναν τον παληό καιρό οι αρχαίοι Βρεττανοί για να υμνήσουν τον έρωτα της Γρηλέντας. Πατριώτη, η φωνή σου είναι ωραία, τραγούδησε το καλά με την άρπα».

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν