United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέπεις πως μοιάζουν τα μαλιά του με λαλέ; πως λάμπουν τα μάτια κάτω από τα φρύδια σαν δαχτυλιδόπετρα μέσα σε χρυσή δέση; πως το πρόσωπό του είναι γεμάτο κοκκινάδι και το στόμα του απ' άσπρα δόντια σαν του ελέφαντα; Ποιος αγαπητικός δε θα παρακαλούσε να πάρη από εκεί νόστιμα φιλιά; Κι αν αγάπησα βοσκό, μιμήθηκα τους θεούς.

Υψώνω τα φρύδια, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν και βλέπω και βλέπω, ως που αρχίζουν να καταβαίνουν αι ιδέαι. Δεν σας φαίνεται περίεργον; — Πολύ περίεργον, απήντων εγώ, πάρα πολύ περίεργον! Και απορώ πώς δεν σας κατέβη ποτέ και η ιδέα να τας γράψετε. — Ω, αυτή δεν ήτον ανάγκη να μου καταβή, ανεφώνησεν εκείνος, αυτήν την είχον από μικρό παιδί.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ Τι; να με αποχαιρετήσης; Θα φύγης; ΣΑΜΨΩΝ Μη με φοβάσαι. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Εσένα θα φοβηθώ; ΣΑΜΨΩΝ Άφησε να ήμεθατο δίκαιόν μας. Ας κάμουν εκείνοι την αρχήν. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Θα σουφρώσω τα φρύδια μου καθώς περνώ, και ας το πάρουν όπως τους αρέσει. ΣΑΜΨΩΝ Ή όπως τους βαστά. Θα τους δαγκάσω το μεγάλον μου δάχτυλον, να τους σκυλιάσω! Αν το υποφέρουν, εντροπή ιδική των .

Μα πώς, αφού έχω αίμα νοθεμένο; του είπε κείνη με πονηρό χαμόγελο. — Σε μένα μιλάς ή στον αδερφό μου; τη ρώτησε πειραγμένος ο Δημητράκης. Εγώ δεν είπα ποτέ τέτοιο λόγο· γιατί με σκας; — Γιατί σ' αγαπώ· φώναξε η κόρη ακράτητη. Την άλλη μέρα που ξεμυστηρεύτηκε την απόφασή του στον Αριστόδημο, εκείνος σούφρωσε τα φρύδια του κ' έμεινε σκεφτικός για πολλή ώρα.

Και στην όμορφη αυτή εξοχή ξεπετιώνταν άφθονα χωριά εδώ, χωριά εκεί, τσιφλίκια κάτω, τσιφλίκια απάνω, σκορπιστά σε χαριτωμένη ανακατωσιά, στολίζοντας πότε τις χαλικόστρωτες όχτες του ποταμού, πότε την αγκαλιά του κάμπου, και πότε τα φρύδια και πλάγια των βουνών.

Το μουστάκι του πάλε, το καστανό, το ψιλόχνουδο, το πηχτουλό, σου παρουσίαζε αντροσύνη και ζεστασιά, που τα ψιλογραμμένα τα φρύδια δεν τηνε δείχνανε. Όσο για τα μαύρα του μάτια, τα στοχαστικά και τα γοργοκίνητα, τέλος δεν είχε η λυπητερή διαφανάδα τους. Με το Κρητικό το μαυρομάντιλο τυλιγμένο περίγυρα στην κορφή του, δεν τα πολυστερούσουνα τα σγουρά του.

Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγώνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια. Άραγες θαποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε σταλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρειά της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.

Κάμε τον ζευγά, κάμε τον βαλμά, κάμε τον τσαγκάρη ακόμα. Ώμορφο πράμα, αλήθεια, ένας Ευμορφόπουλος να μπαλώνη παπούτσια. Η κυρά Πανώρια εσούφρωσε αυστηρά τα φρύδια της και τον κύτταξε κατάματα. Το χασκόγελό του της φαινόταν ανυπόφορο. — Κ' ένας καλός μπαλωματής, παιδί μου, είπε αργά και σοβαρά, μπορεί να τιμήση τ' όνομά του όπως κ' ένας σοφός.

Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν πήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτο κορμί της, κ' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα τα φρύδια. Κάποτε κι όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτη γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.

Και τι μ' αυτό; γυρίζει και του κραίνει η Μιχάλαινα με σουφρωμένα φρύδια και με χείλη που στάζανε φαρμάκι. — Και τι μ' αυτό; Μηγαρής τίμια σου φέρθηκε αυτή να σε μπλέξη στη βρακοζώνη της; Και δεν το κατέχω τάχα πως χρόνους και χρόνους σε παραμόνευε να σε πιάση, κ' είχε δεν είχε το κατάφερε να σε κωλοσύρη εχτές εκεί κάτου σαν πεινασμένο γατί;