Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Αμέσως γύρισε, λέγοντας ότι τρεις δερβισάδες, μονόφθαλμοι από το δεξί μάτι, και με ξυρισμένο το κεφάλι, το πρόσωπο και τα φρύδιά τους παρακαλούν να τους δεχθούν, μια και είναι νεοφερμένοι στην Βαγδάτη, και είχε πέσει η νύχτα. «Δείχνουν να έχουν καλούς τρόπους» πρόσθεσε, «αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε τι παράξενη όψη που έχουν. Σίγουρα η παρέα τους θα μας κάνει να ξεσκάσουμε».
Είχαν κάτι πρόσωπα σοβαρούτσικα και χλωμά, με μυτερά μυτερά μουστακάκια. Μα τι ωραιούτσικα μουστακάκια που τα είχαν! Κάποτες ζάρωναν τα μαβρούτσικά τους τα φρύδια και νόμιζες πια πως μεγάλα πράματα συλλογιούνταν. Η φορεσιά τους είτανε μια χαρά· φορούσαν κάτι στενούτσικα πανταλονάκια, σουρτουκάκια σαν τα δικά μας κι αψηλούτσικα γυαλιστερά καπέλλα. Τους έβλεπες και τους αγαπούσες.
Αυτός δε ο σοβαρός το ήθος και αγέρωχος, ο έχων τα φρύδια σηκωμένα, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος εις σκέψεις και έχει δάσος από γένεια; ΜΕΝΙΠ. Είνε κάποιος φιλόσοφος, ω Ερμή, ή μάλλον αγύρτης και γεμάτος από ψεύδη, ώστε γδύσε τον και αυτόν και θα 'δης πολλά και γελοία κρυπτόμενα κάτω από το ένδυμά του.
Έπειτα εστολίσθησαν με το σεπτόν όνομα της αρετής, ύψωσαν τα φρύδια των, αφήκαν γενειάδας μεγάλας και ούτω περιφέρονται κρύπτοντες υπό ψευδή εξωτερικήν αυστηρότητα αισχρότατα ήθη και ομοιάζουν πολύ με τους τραγικούς εκείνους ηθοποιούς, από τους οποίους άμα αφαιρεθή το προσωπείον και η χρυσοκόσμητος στολή, μένουν ανθρωπίσκοι γελοίοι, οι οποίοι υπηρετούν εις το θέατρον με μισθόν επτά δραχμών.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γέρω πεύκος Και πίνει και ρουφάει δροσιά κι' αχολογάει και τρίζει Η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια Και μ' αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν, Τα ζάλογγα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι Κ' οι κάμποι γύρου οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιάζουν.
Θα μου χαμογελάσης τότες πιο σκανδαλιάρα κι αθώα μαζί, και τρελλός θα σου πάρω σαν τότες το πρώτο φίλημα απ' τα ζεστά σου χείλη, και θα χαμηλώσης τα μεγάλα μαύρα μάτια σου με τα κατάμαυρα μεταξένια ματοβλέφαρά σου και τα φαρδειά τους καγγελωτά φρύδια.
Ένας μικροπρόσωπος με κοκκινισμένα μάτια και στεγνά φρύδια θάτανε θαλασσινός και μάλιστα ψαρράς. Το δείχνανε και τα ξυπόλυτα πόδια του. Τα πέλματα πολύ πλατισμένα, αδύνατο νάχανε γνωρίσει το παπούτσι.
Μην ανησυχείς….» Εκείνη ζάρωσε τα άτριχα φρύδια της, ενώ παρακολουθούσε το νήμα από το αδράχτι. «Δεν ανησυχώ, ξέρεις!
Όλα τανακύλαγαν κ' εσήκωναν σύγνεφα πυκνά το βρώμιον κορνιαχτό ανάγυρα, που ετίκλωνε ολούθε μέσα στο προάβλιο, έκρυβε τους φαντάρους, εκαθόταν στα πηλήκια και στα αστραφτερά κομπιά τους, άσπριζε τα μουστάκια και τα φρύδια τους κ' εφάνταζαν καταπασπαλημένοι μυλωνάδες. Ο Βλαχογιώργος έψαχε και αφτός. Ανάδεβε ολούθε. Ψάχοντας από σωρό σε σωρό, ξεμακρύθηκε από τους φαντάρους του.
Το ίδιο πράγμα κάμνω ακριβώς όταν θέλω να σκεφθώ. Και όταν θέλω να σκεφθώ ιδού τι κάμνω. Σηκώνω τα φρύδια μου υψηλά, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τα σύννεφα, και βλέπω, βλέπω, βλέπω, ως που αρχίζουν αι ιδέαι να καταβαίνουν ωσάν να είναι ποίημα. Ωσάν να είναι ποίημα, διότι και σεις χωρίς άλλο ποίημα εγράφετε. Χωρίς άλλο εγράφετε έν ποίημα εις την δύσιν του ηλίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν