Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Ο σκύλος έχει ένα γυαλιστερό, παστρικό τρίχωμα, που τον σκεπάζει ως τα ρουθούνια. Το μούτρο του είναι εύθυμο και γελαστό, και το μάτια του γυαλίζουν κάτω απ' τα πυκνά του φρύδια. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο και ζητεί να τους ομορφήνη και τους δύο. Ο ζητιάνος όμως φαίνεται σαν να κρυώνη, και το φως, που τον λούζει, τον κάνει ασχημότερο.

Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνά πυκνά. — Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.

Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση. — Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσατα φρύδια! — Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού φυγάδος, κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους οφθαλμούς. — Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα θέλης.

Και όταν ενύκτωνε πλέον, και ο κυρ-Δημάκης επανήρχετο εις την πόλιν, ακόμη και τότε παρώτρυνε να εργάζωνται εν τη συλλογή του καρπού, αν ήτο δυνατόν, να ξενυκτούν εργαζόμεναι αι γυναίκες: — Ακόμα δεν βασίλεψε ο ήλιος, κυρά μου! — Είνε μεγάλα τα φρύδια σ', κυρ-δεκατιστή μ', και δε θα γλέπς καλά!

Τάρριξε ο Ηγούμενος μια ματιά, και μας είπε πως είναι γραμμένα σε βάρβαρη γλώσσα. Τα κοίταξε κ' ένας καθηγητής που ταξίδευε στα μέρη μας τις προάλλες, και σούφρωσε τα φρύδια του και τα χείλη του σαν το χορτάτο που βλέπει ξερό ψωμί. — Είμαι περίεργος να τα δω και γω, είπα του Καλόγερου. Και κάθισα, κι' άρχισα να διαβάζω. Πρέπει να κοντεύανε χαράματα σαν ξανάδεσα τα χαρτιά στο πανί.

Εγώ χωρίς απόκρισιν ευθύς εβγήκα από το παλάτι· και ξυραφίζοντας τα γένεια και φρύδια, ενδύθηκα τούτο το φόρεμα, και εβγήκα τέλος πάντων από την πόλιν εκείνην, διωγμένος ωσάν κατάδικος, έρημος, στερημένος από όλα, εκείνος οπού προ ολίγων ημερών εις το σχήμα και την μορφήν μαϊμούς ήμουν περίφημος, και δοξασμένος από όλους, και επιθυμούσα κάλλιον να ευρισκόμουν εις την μορφήν της μαϊμούς, παρά άνθρωπος τοιούτος καταφρονεμένος.

Μα ποιος απ' όσους κατοικούν κάτω απ' το φως του ήλιου τις χάριτές μας δέχεται μ' ολάνοικτες αγκάλες και δεν τις αποδιώχνει ευθύς δίχως κανένα δώρο Κι αυτές με φρύδια σουφρωτά και με γυμνά τα πόδια ξαναγυρίζουν σπίτι μας και μας παραπονιούνται πως άδικα τις στείλαμε να κάνουν τόσο δρόμο.

Θα ήμην δέκα δώδεκα ετών παιδί, εκείνος δε υποθέτω, γέρος εβδομηντάρης. Υψηλός, ολίγον κυρτός, με μουστάκια και φρύδια πυκνά, με γλυκά όμως, μαύρα μάτια, όπου θαρρείς πως εγελούσαν, κατ' αντίθεσιν προς την τραχύτητα των λοιπών του προσώπου του χαρακτηριστικών.

Κι' έσπασε η πέτρα και τα διο τα φρύδια, μηδ' αμπόδιο 740 στάθη το κόκκαλο, κι' αφτού τα μάτια ομπρός στα πόδια τούπεσαν χάμου στα πηλά, κι' αφτός βουτά απ' τ' αμάξι σα σφουγγαράς, κι οχ το σκαρί τού μίσεψε η ψυχή του.

Η οργή του Έφις τάραξε την ηρεμία του τόπου. «Πες μου αμέσως πώς πάνε τα πράγματα με τον ντον Τζατσίντο.» Η τοκογλύφος ανασήκωσε τα άτριχα φρύδια της και τον κοίταξε ήρεμα. «Εκείνος σε στέλνει;» «Ο δήμιος που θα σε κρεμάσει με στέλνει! Μίλα, και γρήγορα μάλιστα

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν