Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Αν ανεβαίναμε πιο νωρίς, θ' ακούγαμε θλιβερές ιστορίες και δω. Θ' ακούγαμε πώς η μαυροφόρα, έχει πέντε χρόνια, να δη τον άντρα της. Πως ξενοδουλεύει να ζήση τρία παιδιά. Πως πλάκωσε κ' η αρρώστια, και πως πάει να πεθάνη το μικρότερό της. Κοίταξέ την καλά, τώρα που σηκώθηκε και τοιμάζεται, κι όλο τοιμάζεται να φύγη, κι όλο κρυφομιλεί.
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα! Πώς θα πετάξει απ' τη χαρά ο Πρίαμος κι' οι γιοί του, 255 και πόσο κάθε Τρωϊκή ψυχή θ' αναγαλλιάσει, να θε τα μάθουν όλα αφτά, πως τρώγεστε έτσι οι διο σας, εσείς που πρώτοι στο σπαθί και στη βουλή είστε πρώτοι! Μα να μ' ακούστε· και τους διο σάς ξεπερνάω στα χρόνια.
Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα. Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Είτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τάξεραν. Κ' έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα.
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Παιδί μου, ναι όλα αφτά σωστά τα μίλησες και δίκια. Εγώ 'χω αθρώπους και πολλούς — εγώ 'χω ναι και γιους μου 170 παράξιους — που μπορούν να παν το μήνυμα να δώκουν. Μα το στρατό πολύ βαριά τον πλάκωσε φουρτούνα, τι από 'να ράμα κρέμεται η τύχη μας πια τώρα, :τάχα θα ζήσουμε ή γραφτό το ρέμα να μας πάρει.
Τρίτο σπουδαίο του κάμωμα είταν ο στόλος που σκάρωσε κ' έβαλε στο Δούναβη μέσα, ως διακόσα πενήντα πλοία, να προσέχη τους Ούννους. Λες κ' η καλή μας τύχη τοδηγούσε του Ανθημίου το χέρι να διώχνη το φάντασμα της βαρβαρωσύνης από τα βορεινά μας εκείνα μέρη, και να τ' αναγκάζη να βλέπη κατά τα δυτικά, εκεί που πλάκωσε κιόλας όταν από φάντασμα έγινε Αττίλας αληθινός και φοβερός.
Μια βαρειά στενοχώρια του πλάκωσε την καρδιά του, το μαύρο εκείνο ρούχο τον έπνιγε, ένας φόβος παράξενος τον έπιασε, έκλεισε την πόρτα, συμμάζωξε νευρικά το κομπολόγι μες τη φούχτα του και γύρισε μέσα στην κάμαρη. Κάθησε πάλι μπροστά στο τραπέζι, μπροστά στάδεια ποτήρια και άνοιξε ένα Ψαλτήρι, που βρέθηκε μπροστά του.
Μότ' παραστράτησες απού τν ισιάδα, μότ’ τη μόλεψες την τέχν' και του βιο σ', πλάκωσε του κακό, κι μότ' πλακώσ' τόνα, καρτέρ' κι τ' άλλου. Ιγώ πουτές δεν του χαλάου του γάλα μ' κι γι αυτό ούτε του χάνου πουτές, ούτε κι τα πράταμ' παθαίνουν τίπουτας. Κύτταξε του γειτουνά μας του Μπράχου· είχινε ζλέψ', μούλεγε, ψλά σπίτια κι γρόσια πουλλά. Χάλασε του γάλα τ' για να κιρδέν' πλισσότερα.
Θα φέρετε την Ιουλιέταν έξω; ήλθ' ο γαμβρός. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Είναι νεκρή! αποθαμμένη είναι! Αλλοί, αλλοί! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να την ιδώ... Τελειωμένη· κρύα· το αίμα εσταμάτησε· εβάρυναν τα μέλη· απεχαιρέτησ' η ζωή τα χείλη της προ ώρας· ο Θάνατος απλώθηκεν επάνω ‘ς το κορμί της, 'σαν παγωνιά παράκαιρη εις δροσερόν λουλούδι. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ώρα κακή μας 'πλάκωσε! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ω συμφορά και πίκρα!
Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν