United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν-Μαμμής όμως ήξευρε πού να αποδώση την εν τω κόσμω ευτυχίαν του. Ανατραφείς από μικρός εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου από τους ευσεβείς γονείς του εξηκολούθησε να εφαρμόζη τα ωραία εκείνων διδάγματα παντού και πάντοτε. Εις το σπίτι του εδιάβαζε τακτικά πρωί- βράδυ την ακολουθίαν του σαν ένας καλός χριστιανός.

— Ε! διάβασε με ησυχίαν το γράμμα, και άλλη φορά μου λες για τον Άγιον Βασιλέα· θαρρώ ότι να είνε καλό γράμμα αυτό. Και απέμεινε μόνος ο καπετάν-Μαμμής με την επιστολήν εις χείρας και παρατηρών τας σφραγίδας της. — Από την Πόλιν! εφώναξεν αίφνης σαν να τον εδάγκασε κανέν θηρίον. Είνε γράμμα του παιδού μου! Ανεπήδησεν από το μενδέρι του σαν να τον ανετίναξε σεισμός δυνατός. — Ω θαύμα θαυμάτων!

Ο καπετάν-Μαμμής χωνεύσας καλώς τα διδάγματα των βιβλίων του είχεν αποκτήσει συνάμα και την ζώσαν και ενεργούσαν πίστιν διά της ενασκήσεως των αρετών και ιδίως της ελεημοσύνης, την οποίαν πλουσιοπαρόχως εμοίραζεν εις τους πτωχούς ως ένας ιλαρός δότης κατά τον Απόστολον. Εις αυτά λοιπόν ώφειλεν ο ευσεβής πλοίαρχος την καλήν του τύχην.

Εν ω αντικρύ, καταμεσής, 'ς το λιμανάκι το καταγάλαζο, την εκαμάρωνε την καλήν οικοκυρά η σκούνα η κατάμαυρη με τάσπρο μπούρδο, του καπετάν-Μοναχάκη η καλοτάξειδη σκούνα, του ευτυχούς συζύγου της, με σημαίαις στολισμένη κατακαίνουργαις και με πολύχρωμα σινιάλα εορτάζουσα. Εξημέροναν τα Φώτα. Ο καπετάν-Μαμμής ήτον ο μόνος μεταξύ των ομοτέχνων του, πρώτος εις όλα.

Καλά που ήλθες, Παπα-Νικόλα! Ο Θεός σε έστειλεν. Ακόμα ολίγον να διαπράξω έγκλημα, επάνω εις τον θυμόν μου. Είπεν ο καπετάν-Μαμμής προσπαθών μετά πολλής βίας να καταπνίξη την οργήν του. — Όχι, αγαπητέ φίλε. Ο θυμός ποτέ δεν είνε καλόν πράγμα. Ο καπετάν-Μαμμής ήρχισεν ολίγον κατ' ολίγον να κατευνάζεται ωσάν εξατμιζομένη μηχανή προς την εμφάνισιν του ιερέως, τον οποίον πολύ εσέβετο.

Είδε την κεφαλήν του τέκνου στρογγύλην ως την ιδικήν του, είδε την κόμην του εφήβου μαύρην ως την ιδικήν του, ότε ήτο νέος, είδε τον αυχένα του τέκνου του λευκόν κατάλευκον ως τον ιδικόν του. — Ο ίδιος ο καπετάν-Μαμμής, είπεν ο γέρων. Ο ίδιος. Και αφήκεν ένα βαθύν στεναγμόν. Επέταξε πέραν το στίλβον αιμοχαρώς γιαταγάνι του, εγύρισε προς τον τοίχον και έκλαυσε γογγύζων. — Το πότισαν το παιδί μου!

Μεγάλη η χάρις σου Παναγία μου! Είπε πάλιν και ο καπετάν-Μαμμής και εξηκολούθησε. «Μετ' ολίγας ημέρας εναυλώθην ναύλον καλόν διά Ζάκυνθον· και να με περιμένετε να κάμωμεν τα Χριστούγεννα μαζί. Θα μείνω μαζί σας έως ν' αγιασθούν τα νερά. Τα Φώτα χωρίς άλλο θα είμαι μαζί σας». Ο καπετάν-Μαμμής έκαμνε τον σταυρόν του χαίρων και θαυμάζων. Εγέμισε δε χαράν το πρόσωπόν του. Ξανάνειωσεν.

Επανελάμβανε προς τον πρόθυμον Περιστεράκην όλην την νύκτα, εις την ανοιχτόκαρδη ταβέρνα του κοντά εις την σκάλα. — Για τα καλορρίζικα! Του έλεγεν εκείνος ο πονηρός οινοπώλης. Περνά μια μέρα, περνάνε δυο, περνάνε τρεις και πέντε. Πού να τσουρμάρη και πού να φύγη ο καπετάν- Μοναχάκης. — Νταμπλάς θα μούρθη! Έλεγεν ο γέρων, ο καπετάν-Μαμμής, αναστενάζων επάνω ς' ένα αρχοντικό διβάνι.

Ο καπετάν-Μαμμής κουρασμένος από τας αιφνιδιαστικάς αυτάς συγκινήσεις είχεν ακκουμβήσει εις το διβάνι του, κατηγλαϊσμένος από την ευτυχίαν.

Τα μυρίσθηκα εγώ εκείνην την ώραν τα μάγια. Καπνός εμύρισε την στιγμήν εκείνην, καπνός σαν να έκαιαν ψόφια νυχτερίδα. Ο γαμβρός εφτερνίσθη τρεις φοραίς. Μα έκαμε λάθος η μάγισσα, έλεγεν η γρηά-Μαθήνα, την έβαλεν ο καπετάν-Μαμμής να μαγεύση την νύμφη, και αυτήεμπέρδευσε, λέει, η γλώσσα τηςκαι εμάγευσε τον γαμβρόν να μη ξαναγυρίσητο σπίτι καιτην πατρίδα του.