United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφηρη γις και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι, θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γις με τα χορτάρια.

Ιδού διατί ενθυμείσαι την αρχήν μόνον και το τέλος πολλών παραμυθιών, χωρίς ίσως να γνώριζες, διατί δεν ενθυμείσαι την μέσην. Αλλά το ιδικόν μου παραμύθι δεν έχει καθ' εαυτό ούτε αρχήν ούτε τέλος• ώστε δύνασαι να κοιμηθής από τούδε, αναγνώστά μου. Δεν με διακόπτεις. Τα πρώτα περί της Επαναστάσεως ακούσματα ήλθον μέχρις ημών κατά την μεγάλην Τεσσαρακοστήν.

Έτσι κανένας μέσα στον ύπνο του ή μέσα στο κατάχνιασμά του ακούει μιαν ιστορία παλαιική και σαν ερθή στον εαυτό του, θαρρεί πως έχει ακουσμένα κάποιο παραμύθι και το χαίρεται μονάχος του και το ξαναλέει και στους άλλους. Έτσι έχω ακουσμένα κ' εγώ τούτο το παραμύθι, ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή. Είναι το Παραμύθι της Βοσκοπούλας με τα Μαργαριτάρια.

Και τώρ' ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθη Εκείνος που θα το καταστρώση το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παραμύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι' ο Κωσταντίνος. Θα κατέβη αυτό τουράνιο το πουλί και θα μας κελαϊδήση, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρασινάδα.

Μιλεί για το Γήταυρο, λέει λόγια μεγάλα και θλιβερά, κάτι σαν παραμύθι ακόμα, κάτι σαν το όνειρο που του τραβά τη ζωή....Ο Γήταυρος, ο λαός.

Το παραμύθι του κουρέα που πήγε και φώναξε στα πηγάδια την ανακάλυψη των γαϊδουρινών αυτιών στο βασιλικό κεφάλι του Μήδα, ζωντάνευε δυνατό, χτυπητό, γεμάτο παράσταση μπροστά του. — Κανένα παραμύθι δε μπορεί νάναι ψεύτικο, συμπέρανε. Απολύτως κανένα παραμύθι.

Σαν τρέλλα το θάρρειε να περιμένη τέτοιες ώρες Αγαδοπούλα να τον ανταμώση σ' εκείνα τα βαθιά τα σκότη. Και κει που τα συλλογιούνταν αυτά, ακούγει σιγανή περπατηξιά μέσα στα πεσμένα τα φύλλα. Ανατρίχιασε, τουρτούριξε από τη λαχτάρα, από την κρυφή τη χαρά. Το «πέκι εή» λοιπόν της Μελέκης παραμύθι δεν είταν.

Και πάντα εκυλούσε ο ΓεροΠοταμός με την αργή γαλήνη μιας βασιλικής ευτυχίας. Έτσι λέει ένα παλαιό παραμύθι. Στις όχθες του ποταμού οι μεγάλες λεύκες εσάλευαν πάντα καμαρωμένες απάνω στα υπερήφανα κορμιά τους. Και όλο ψήλωναν ρουφώντας με τις ψηλές κορφές τους το πρωτόλουβο φως του ουρανού και όλο κατέβαιναν ζητώντας από τα σπλάχνα της γης τις απόκρυφες δροσιές.

Ενάντια στην ευτυχία μου, που τηνέ νόμιζα μια φορά τόσο δυνατή, ώστε να κοιτάζω, σαν από ψηλά, κάτω την ευτυχία των άλλων, ορθώνεται μια δύναμη, που είναι η μοίρα όλων όσοι ζούνε. Ο θάνατος στέκει μπροστά μου, όπως έστεκε μια φορά μπροστά στο Σβεν στην εικόνα, που ήθελε να του τη διηγούνται σαν παραμύθι.

Είπανε μάλιστα πως ένας της το μολόγησε ολοφάνερα, και πως τόσο την όργισε, που ανασηκώνοντας την ποδιά της « Αυτό αγάπησες, κακορρίζικε» του είπε «κι όχι την αληθινή την ομορφιά». Φαίνεται όμως σαν παραμύθι αυτό. Η αλήθεια είναι πως η Υπατία ποτές δεν παντρεύτηκε, παρά έμεινε από τις λίγες που παραστήσανε στον κόσμο ταψεγάδιαστο πρόσωπο της Ολύμπιας Αθηνάς.