United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπάγω το λοιπόν προς αυτόν διά να του αναγγείλω, και του λόγου σου ως τόσον στάσου με καλήν καρδιά, επειδή και ελπίζω να κάμη καθώς είνε η επιθυμία σου.

Ας με συνοδεύση είς εκ των υπηρετών τούτων του πατρός μου εις τον λειμώνα της Αρτέμιδος, όπου θα σφαγώ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Λοιπόν, παιδί μου, φεύγεις ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Διά να μη επιστρέψω πλέον. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και αφίνεις την μητέρα σου ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Το βλέπεις, χωρίς να ήσαι αξία τοιούτου κακού. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Στάσου, μη μου φεύγεις. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Παύσε, μητέρ μου, τα δάκρυα.

Μα τη στιγμή που κόντεβε μες στους φρουρούς να πέσει, 365 προς τα καράβια φέβγοντας, πια τότες το Διομήδη τον δυναμώνει η Αθηνά, μην τον προλάβουν άλλοι και πουν π' αφτοί τον σκότωσαν, κι' έρθει κατόπι εκείνος. Κι' έκραξε του Τυδέα ο γυιός, με το κοντάρι ορμώντας «Στάσου, μωρέ, και σ' έφαγα! Ή στάσου ή θα σ' το μπήξω 370 όπου κι' αν είναικι' άκου μεστη ράχη το κοντάρι

Την πρώτην παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη, και αι βουκιαί διεδέχοντο αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας. — Μωρέ στάσου, και θα πνιγής!

Συγχρόνως ο Τρέκλας, ως είδε τον Πλήθωνα εξελθόντα, αφήκε τον κύνα ήσυχον, και ήρχισε να πηδά και να τρέχη διά κωμικών σκιρτημάτων, με τους ραιβούς πόδας του, όπως φθάση εις την θύραν του σπηλαίου. — Άρχων! Άρχων! μην ακούς αυτόν. Στάσου να σου πω. Περίμενε. Είνε ανάγκη. Ξεύρεις από πόσον δρόμον ήρθα με τα στραβά πόδια μου;

Οι άνδρες εξήρχοντο χαρωποί, άλλοι ενδυμένοι φουστανέλλας και χιονώδεις φλοκάτας, άλλοι μπενωβράκια και σεγούνια και ολίγοι, τρείς-τέσσαρες νεωτερίζοντες, ευρωπαϊκά, πλατύτατα κατά τον γαλλικόν συρμόν της εποχής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!. . . εφώναξεν ο Σταύρος, κοντόχονδρος χωρικός, είς τινα προπορευόμενον αυτού, μασσών ακόμη το αντίδωρον. — Έλα· είπεν ούτος, μετριάσας το βήμα.

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος έτρεξε καταπάνω τους και οι χτυπιές του βούνευρου πέφτανε βροχή. — Στάσου! στάσου! άρχοντα, φώναξε ο Αγαθούλης, θα σας δώσω όσα χρήματα θέλετε. — Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο ένας από τους κατάδικους. — Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο άλλος.

Στάσου να ιδής πως αρχίζει· Στρατιώτες . . . — Αγάπα τα στρατιωτικά ; — Ναι, ναι· τώρα θυμήθηκα. Αγάπα τα στρατιωτικά, πάντοτε μάνθανέ τα. Στρατιώται ήσαν οι όλοι σου και πάπποι και προπάπποι. Και όλον το γενολόγι σου καλούς στρατιώτας είχε .. Μα επρόσθεσε συλλογισμένος· στρατιώτες είχε τάχα ή σοφιστές ; — Και τα δυο· είπε η κόρη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ναι, μα τους θεούς! όταν εγώ πεθάνω δίκη με ποιόν θα κάνω; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αλλά γιατί, Σωκράτη μου; σου λέω ναι! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μα συ ξεχάνεις το ταχύ ό,τι κι' αν μάθης• λέγε μου, τι σούχα μάθη στην αρχή; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τώρα θα ιδώ . . . για στάσου . . . Εκείνο που ζυμώνουνε ταλεύρι πώς το λένε; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Δεν πας λοιπόν να χάνεσαι, γεροξεμωραμένε και ξεχασιάρη; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συφορά!

Στάσου! της χαραυγής, θαρρώ, μυρίζομαι τ' αέρι· σύντομα πρέπει να τα ειπώ.