Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Θαρρείς ότι μπορούσα σε τέτοιο χάλι φοβερό ν' αφήσω μια λεχούσα; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπορούσες και να μου το πης, πριν πας εκεί τρεχάτη. Εδώ συμβαίνει κάτι. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα της θεές, πετάχθηκα όπως κ' αν ήμουν έξω, γιατί έπρεπε και γρήγορα, κι' όπως μπορώ, να τρέξω. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και έπειτα, για στάσου!

Τόρα λοιπόν δι' όνομα των θεών, φίλε Ιππία, δι' αυτούς τους λόγους άραγε είναι και η σοφία το καλλίτερον από όλα, η δε αμάθεια το ασχημότερον; Ιππίας. Αλλά τι άλλο νομίζεις συ, Σωκράτη μου; Σωκράτης. Στάσου ήσυχα λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε, διότι τρομάζω, τι είναι πάλιν αυτό που λέγομεν. Ιππίας.

— Ω Θεέ μου! έκραξεν η Αϊμά, συνάπτουσα τας χείρας. Σώσε με. — Μη φοβείσαι. Η Αϊμά εστάθη διστάζουσα επί μακρόν και βλέπουσα επιμόνως εις την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος, βαρύς, σκληρός και ακίνητος ως ανδριάς δεν παρεμέριζεν εκ της παραστάδος. — Στάσου να σου πω, Αϊμά, τη είπε. Να, αυτή η πόρτα κλείει από μέσα. Συ η ιδία την κλειδόνεις, και έχεις το κλειδί απάνω σου, διά να μην υποπτεύεσαι τίποτε.

Ο Οφφικιάλος είδον που έλαβε κάποιον πόνον διά τες δυστυχίες μου· έπειτα μου λέγει· στάσου με καλήν καρδίαν και έλα κοντά μου, και ογλήγορα θέλεις αλλάξει κατάστασιν. Εγώ τον ηκολούθησα, και με έφερε εις ένα εύμορφον οντά εις το παλάτι το βασιλικόν, και εκεί με ηρώτησε πώς ονομάζομαι, και πόσων χρόνων είμαι.

Είναι ο Γκορνεβάλης, κι' αυτός ο άλλος θάναι ο ίδιος ο Τριστάνος·». Εσπηρούνισε τάλογό του κατά πάνω τους, φωνάζοντας «ΤριστάνεΑλλά οι δυο ιπποκόμοι είχαν κάμει κι' όλα μεταβολή κ' έφευγαν. Ο Μπλεχερή ρίχτηκε κατά πίσω τους, φωνάζοντας: «Τριστάνε! Στάσου! στην αντρεία σου σ' εξορκίζω». Οι ιπποκόμοι έφευγαν πάντα. «Στάσου, Τριστάνε!

Θεαίτητος. Μάλιστα. Σωκράτης. Αλλά το ωραίον και το άσχημον και το αγαθόν και το κακόν; Θεαίτητος. Νομίζω ότι μεταξύ των πρώτων η ψυχή και αυτών των πραγμάτων επιθεωρεί την ουσίαν, συλλογιζομένη μόνη της τα παρελθόντα και τα παρόντα εν συγκρίσει προς τα μέλλοντα. Σωκράτης. Στάσου λοιπόν.

Δεν είναι να πης πως δε φέγγει, φέγγει και παραφέγγει με τέτοιο φεγγάρι. Μα κάθε λέξη που κοιτάζω, θαρρώ πως μιλά και μου λέει: «Στάσου, κοίταξέ με καλά. Με ξέρεις άραγες ποια είμαι γω; Εγώ, φίλε μου, είμαι μια γριά αρχόντισσα που με βρήκε μέσα στα λεξικά ο Σιορ Συντάχτης και μ' έβγαλε, με πάστρεψε, με στόλισε, με κάθισε στο μιντέρι του.

ΛΟΥΙΖΑ Με συγχωρείς, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Όχι, όχι. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπούλη μου. μη με δείρης. ΑΡΓΓΑΝ Θα τις φας. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, για το Θεό, όχι, μπαμπά μου. Να! να! ΛΟΥΙΖΑ Αχ! μπαμπά μου, μ' εσκότωσες! Στάσου: πέθανα! ΑΡΓΓΑΝ Τι είνε αυτά, Λουίζα; Λουιζίτσα. Αχ! Θεέ μου! Λουιζίτσα, κόρη μου. Αχ! δυστυχής που είμαι! η κόρη μου πέθανε! Τι έκανα ο άθλιος; Αχ! παληοβέργα! Να πάρη ο διάβολος όλες τις βέργες!

Θάγλεπες τότε συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 310 και φέβγοντας οι Δαναοί θα τρύπωναν στα πλοία, μόνε ο Δυσσέας φώναξε του θαρρετού Διομήδη «Διομήδη, πες τι πάθαμε κι' οκνούμε σαν κιοτήδες; Μον έλα, αδρέφι, στάσου εδώ κοντά μου. Ω τι ντροπής μας στον κόσμο, αν τώρα ο Έχτορας μας πάρει τα καράβια315

Τόσο που πολλές φορές, σκυμμένος απάνω στασάλευτα νερά της, νόμισε πως είδε με τα βασιλεμένα μάτια του καθρεφτισμένο το πρόσωπό του. Και δεν ήξερε αν ήτανε το δικό του πρόσωπο κι' αν ήτανε της αδερφούλας του. Και τότε την αγκάλιαζε γλυκά και της έλεγε: — Στάσου ακόμα, γλυκειά μου αδερφή. Γιατί μ' αρέσει να βλέπω μέσα στα νερά της λίμνης καθρεφτισμένο το πρόσωπό σου.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν