Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Είδες πώς φαίνεται λυπημένο; — Μα γιατί το γύρισε πίσω; τον ξαναρώτησα. — Κ' εσύ γιατί γύρισες; μ' ερώτησε πάλι. — Κ' εγώ δεν ξέρω. Μήπως το ξέρεις εσύ; Ο παραλυτικός αναστέναξε. — Δεν ξέρω τίποτε. Ξέρω πως τα πόδια μου είναι λυμένα.... Εγώ ακολούθησα πάλι τον κόσμο στη μεγάλη στράτα. Ένα παράπονο, χωρίς να το καταλάβω, πλημμύρισε τα στήθη μου.
Γιατί δεν τον πήρες μαζί σου να ζητά ελεημοσύνη; Ξέρεις τι κάνει τώρα; Παντρεύεται την άλλη πειναλέα, την Γκριζέντα, μάλιστα, ο ηλίθιος!» «Καλά κάνει∙ το είχε υποσχεθεί», είπε ο Έφις και ένοιωσε πάλι να τον κυριεύει η χαρά. «Να η χάρη του Θεού που ζητούσες, αφεντικό», σκεφτόταν και χαμογελούσε μπροστά στα προσβλητικά λόγια που ο ντον Πρέντου, μετανιωμένος για το πρώτο του ξέσπασμα καλοσύνης, του απηύθυνε αντιμετωπίζοντάς τον σαν ζητιάνο που ήταν.
Ποιος σου είπε ότι σκέφτομαι να ξαναγυρίσω εκεί;» «Έτσι απαντάς; Πες μου τουλάχιστον τι σκοπεύεις να κάνεις. Τις έχεις φέρει στο σημείο να ζητούν ελεημοσύνη, τις κακομοίρες τις θείες σου. Τι σκοπεύεις να κάνεις, λοιπόν;» «Θα τα πληρώσω όλα εγώ» «Εσύ; Πώς; Με υποσχέσεις! Α, φτάνει πια, για το Θεό! Τώρα δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν, ξέρεις! Είναι καιρός να σταματήσεις.
ΓΙΑΓΙΑ Μα δεν ξέρεις, Αννούλα, δεν καταλαβαίνεις πως παιχνίδια τρελλά και πολλές φωνές δεν ταιριάζουνε σήμερα στο σπίτι μας; Αυτό θα πη πώς δεν έχεις αιστανθή με τα σωστά σου το κακό που βρήκε το σπίτι μας με το θάνατο της καημένης σου της μανούλας. Δεν έπρεπε να παίζω δεν έπρεπε να χαίρουμαι. Είμαι μια ανόητη.
Τι λες; ποιάν αμαρτία κατηγορείς του Απόλλωνος; ποιό γυιό έχεις γεννήση; σε ποιά μεριά της πόλεως το αγαπητό παιδί σου έγινε θύμα των θεριών; για ξαναπές το πάλι. ΚΡΕΟΥΣΑ Σε ντρέπομαι, ω γέροντα, μα όμως θα μιλήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω των φίλων τα κακά να μοιρασθώ μαζύ τους. ΚΡΕΟΥΣΑ Άκουσε• ξέρεις συ καλά στου Κέκροπος το βράχο το άντρο εκεί το πρόσβορρο, όπου Μακρές το λέμε;
Διηγότανε μονάχα τι είπε η Μάρθα και πώς παίζανε καλά μαζί. Μια μέρα του είπε η μαμά: — Την αγαπάς πολύ τη Μάρθα; Κι ο Σβεν τέντωσε το κάτω αχείλι κι απάντησε: — Δεν ξέρεις πως η Μάρθα είναι αρρεβωνιαστικιά μου; — Μα αυτό δε μου το είπες, απάντησε σοβαρά η μαμά. — Πρέπει όμως να το ξέρης· θα παντρευτούμε, είπε ο Σβεν. — Πότε θα παντρευτήτε; ρώτησε η μαμά. — Άμα μεγαλώσουμε, απάντησε ο Σβεν.
Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας: — «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά.... τη γειτονοπούλα που ξέρεις....
Έπειτα σαν εδούλευε στο χτήμα του Χαγάνου ή στο χτήμα του Θεομίσητου δεν ένοιωθε κούραση· ήταν όλος χαρά και τραγούδι· νόμιζε πως καλλιεργούσε τον τόπο του· πως τ' αποδοσίδια της η γη τάκανε για δαύτον. — Μα δεν ξέρεις τι χώμα! έλεγε το βράδυ στην Ελπίδα· μάλαμα — καθάριο μάλαμα. Και να τόχουν εκείνοι οι ακαμάτες!..
Εγώ εβγήκα από την παραπόρτα, έγεινα ίσωμα κάτω εις την γη, και έτσι εβγήκα. Πώς δεν μ' επήραν οι καβαλλάρηδες διά λαγόν, να με ρίξουν κάτω με καμμιά σαγιττιά! — Διά λαγόν, δεν έχεις τα πόδιά του, είπεν ειλικρινώς ο Θευδάς. — Ας είνε, ειμπορούσαν να με πάρουν διά χελώναν. Ξέρεις αυτοί οι παληόφραγκοι τρώνε και ταις χελώναις. — Φράγκοι λοιπόν είνε αυτοί οι καβαλλαρέοι που σας πολιορκούν;
ΜΩΜ. Ακούετε, θεοί, ότι αυτός ο φιλόσοφος λέγει ακριβώς εκείνα τα οποία εγώ εφοβούμην. Πού είνε τώρα ο ωραίος μας κιθαριστής; Ας κατέβη να του δώση απάντησιν. ΖΕΥΣ. Το ξέρεις, Μώμε, ότι μας παρασκότισες με τας ακαίρους σου επικρίσεις; ΤΙΜ. Πρόσεξε, αλιτήριε Δάμι, διότι με αυτά που λέγεις σχεδόν κατεδαφίζεις τους ναούς και τους βωμούς των θεών. ΔΑΜ. Όχι όλους τους βωμούς, Τιμοκλή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν