Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Και τότε ο Λάμωνας μαζί με τη Μυρτάλη και το Δάφνη, πέφτοντας εμπρός στα πόδια του, παρακαλούσανε να λυπηθή γέρο κακομοίρη και να τόνε γλυτώση από το θυμό του πατέρα του, επειδή δεν έφταιγε καθόλου. Και συνάμα του τα λέει όλα ένα προς ένα.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και όμως εγώ δεν εσπούδασα καθόλου και την έκανα αυτή τη φράσι μονομιάς. Σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά και σας παρακαλώ ναρθήτε αύριο νωρίς. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς! το καινούργιο μου φόρεμα δε μου τώφεραν ακόμη; Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ Όχι, κύριε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ο καταραμένος αυτός ο ράφτης με κάνει να περιμένω σήμερα που έχω ένα σωρό δουλειές. Μούρχεται να σκάσω από το θυμό μου.

Και να μη θαρρέψη κανένας πως το λέω από θυμό, από πείσμα. Διόλου, μα διόλου. Πολύ ήσυχα μάλιστα. Μα πώς δεν τα παίρνουνε τώρα ήσυχα κ' ίδιοι τους να τα διαβάσουν εκείνα που γράφουνε, να τα διαβάσουν, έτσι, μια μέρα, σα να διαβάζανε ξένα, σα να διαβάζανε σελίδες που δεν είναι δικές τους, που τις έγραψε άξαφνα κανένας άλλος; Και τότες, ακόμη πιο ήσυχα, να τους ρωτήξω·

Στην άλλη παράδερνε η Αροδαφνούσα στον πύρινο θυμό της Ρήγισσας κι ο Ρήγας παραπέρα ξάμωνε το σπαθί του να πετσοκόψη τη ζηλιάρα. Η Βοσκοπούλα σ' άλλη ψυχομαχούσε μέσα στο ανθοσπαρμένο σπήλιο της, αναζητώντας τον άγνωστο βοσκό. Και σ' άλλες ζωγραφίζονταν άλλα μαρτύρια, τρυφερά ειδύλλια με θλιμμένο τέλος, σα να ήταν το δωμάτιο ναός κάποιου τρομερού θεού.

Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα «Ήρθα οχ τον ουρανόνε εγώ να πάψω το θυμό σου, αν θες ν' ακούσεις, κι' η θεά μ' έχει σταλμένα η Ήρα, που συλλογή ίση και των διο σας έχει κι' ίση αγάπη.

Θα σας διηγηθώ πώς έκαμε ο Μιλέζος….. Ήρθε εδώ μια μέρα σαν το πουλί που δεν έχει φωλιά…Αλλά ο Τζατσίντο άκουγε απογοητευμένος με χαμηλωμένο το κεφάλι, στραβώνοντας λίγο το στόμα από αηδία, και ξαφνικά ανάγειρε με τον αγκώνα να στηρίζεται στη χλόη και το κεφάλι να ακουμπά στο χέρι του, ενώ μασούσε με θυμό το βλαστό της βρώμης. «Εάν ήξερες!

Δε χάθηκε στο δρόμο. Εσύ τώχασες. — Δε χάνω γράμματα. Ξεφορτωθήτε με. Ώρα καλή! Η γρηά πετάχτηκε η μισή από το παράθυρο. — Να συμμαζέψης τη γλώσσα σου, μπεκρούλιακα! Μεθάς και χάνεις τα γράμματα των χριστιανών. Έννοια σου και θα δης ποια είμ' εγώ. Ο Μαθιός είχε γίνει κόκκινος σαν τον αστακό, από το θυμό μου. — Πας να με ξεφορτώνεσαι, γρηά στρίγγλα, μουρλή, ξεκουτιάρα; Πρωίπρωί.

Θα νόμιζες πως εκοκκάλωσαν στα πόδια τους. Ο Βλαχογιώργος μάβρισε από το θυμό. Στην περιφρόνησην αφτή ξέχασε και το φόβο του. Το αγριεμένο το στοιχειό δεν εκρατιώταν πια. Έσιαξε νάμπη μέσα τόρα ακράτητος, παίζοντας το λεπίδι. Φωνή φριχτή, μια βροντερή κραβγή ακούστη κι αντιλάλησαν οι τάπιες μέσα οι βαριές.

Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη! — Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!

Περπατώντας περήφανα τη λύπη των άσπρων του μαλλιών στην Αθήνα ο παληός Αθηναίος αφίνει να στάξη το λίγο αίμα της καρδιάς του στης παληές συνοικίες όπου έζησε μια φορά. Είνε γελαστές και τώρα σαν και τότε απ' τον ίδιον ήλιο. Του προσώπου του οι χαράδρες διηγούνται τους κεραυνούς του Καιρού που εβρόντηξαν με θυμό απάνω στης τρέλλας του της κορυφές ω Θεέ! και ρήμαξαν το παρεκκλήσι, της στοργής του.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν