Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Όταν εμπήκαν όλοι οι κατάδικοι του Τρία στο δωμάτιο, ο Βλαχογιώργος με κίτρινα τα χείλη από το φόβο του, γιατί ένιωθε πια τόρα πως είχε με λιοντάρια ανήμερα να κάμη, εστάθηκε στης πόρτας το διαπύλι. — Τούνους ήταν του σκαμνί, ουρέ ζιαγάρια; ρώτησε με θυμό, κ' επάσκιζε να συγκρατήση το σαγόνι του που ξέφεβγε κ' επάγαινε να ξεκολλήση απ την τρομάρα του.

Χοιμάει και του Πηλέα ο γιος, κι' άγριο θυμό η ψυχή του γιόμισε, και στα στήθια ομπρός κρατούσε την ασπίδα, πλούμια γερή, κι' ανέμιζε ψηλά η ουρά στο κράνος π' αχτιδοβόλαε, κι' έπαιζαν χρυσά τα κρόσσα γύρω 315 που πλήθος κύκλω στην ουρά τάχε ο θεός κολλήσει.

Πόσο τάραξε, σκεφθήτε, την καρδιά μου αυτός ο λόγος! Ε, λοιπόν και μ' όλ' αυτό, τον θυμό μου τον κρατώ, και του λέω: τότε ειπέ μας τα σοφά που έχουν γράψει και οι νέοι ποιηταί μας. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Δίκαια λοιπόν δεν ήταν, αφού τράβηξες βρισίδι στο σοφώτατο Ευριπίδη; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ποιον σοφώτατον; εκείνον; αχ! μωρέ τι να σου ειπώ... που θα ξαναφάω ξύλο. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα και δίκηα σε χτυπώ.

Τώρα εγώ πάβω το θυμό, μηδέ τεριάζει αιώνια πείσμα να μου βαστά η ψυχή, κι' έλακαιρό μη χάνειςκράξε, Αγαμέμνο, στ' άρματα τους Άκουρους Αργίτες, τι τους οχτρούς θα βγω ξανά να δοκιμάσω, αν θέλουν 70 να καλορίσουν ως εδώ. Μα το πλεβρό θα γύρουν χαρούμενοι σα να θαρρώ όσοι έχουν ίσως τύχη απ' το σπαθί μου αλάβωτοι να βρουν το δρόμο πίσω

Ποιος σ' επείραξε πάλι κ' εσηκώθηκες νύχτα, σαν κουκουβάγια; είπε με θυμό! — Τι μελετάς πάλι, αλιτήριε; αρώτησεν εκείνη, χωρίς ν' αποκριθή. — Δεν είνε δουλιά σου· μη με κολάζης. — Χαμένο κορμί! είπεν εκείνη· θα σε διώξουνε πάλι σαν κατάδικο! — Άμε να κοιμηθής, γρηά στρίγγλα! — Αδιόρθωτε, χοίρο! θα φας το κεφάλι σου. — Φύγε, σου λέω κ' εγώ ξέρω τι κάνω. — Να ξεραθής, ανόητε! — Κακούργα! — Χοίρο!

Τ' αμπέλια κατάντησαν αδιάβατα· ρίχνει το κλήμα πέρα δώθε τις βέργες του με θυμό, σα να οχτρεύεται τον εαυτό του. Ούτε κουδουνολάσι, ούτε φλογέρα λαλεί στα βοσκοτόπια· τρύγοςτραγούδι όχι στ' αμπέλια· θεοίνεράιδες ούτε στα νερά. Περνάς τον κάμπο, σα να περνάς το θάλαμο νεκρού.

Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγολίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό.

Να μ’ αποχάση η δύστυχη, χωρίς παιδί να μείνη. Γυρίζει η Μάρω με θυμό κι’ αντιλογιά του δίνει: — Και ποιον να πρωτολυπηθώ και ποιον να προπάρω, Που χίλιοι με γυρέψανε και χίλιοι με γυρεύουν, Κι’ ουδέ κανέναν αγαπώ κι’ ουδέ κανέναν θέλω; — Μόνον εμένα αγάπησε! μόνον εμένα πάρε, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!

Κι’ ο Γιάννος την ερώτησε μ’ απόκρυφην ελπίδα : —Και ποια είσαι εσύ, που δύνεσαι τον πόνο μου να γιάνης Και μ’ εμποδίζεις να ριχτώ στην αγκαλιά του Χάρου; Κι’ απολογιέται η Γύφτισσα και με θυμό του λέγει: — Εγώ είμαι η Πρωτομάγισσα, του Μάγου η θυγατέρα.

Ξεχάστε το θυμό σας, και δώστε μας πάλι την αγάπη σαςΟλόρθος σηκώθηκε ο Μάρκος στης σκάλες του αλόγου του: «Όξω από τον τόπο μου, προδότες! Ποτέ πεια δε θάχετε την αγάπη μου! Από σας, έδιωξα τον Τριστάνο. Όξω λοιπόν και σεις από τον τόπο μου! — Καλά, ωραίε Βασιλιά. Οι πύργοι μας είναι οχυροί, για ν' ανέβη κανείςΚαι χωρίς να χαιρετήσουν, γύρισαν της πλάτες.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν