United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας είνε, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, καταλαβαίνω 'γώ πως ό,τι κακό κιανε 'πής για την Πηγή ταχείλι σου το λέει μα η καρδιά σου δεν το λέει. — Δεν τήνε θέλω, δεν τήνε θέλω, λέω! είπεν ο Μανώλης συγκεντρών εις τελευταίαν αντίστασιν το ηττώμενον πείσμα του. Ρωμαίικα σου το λένε. — Για πε το χωρίς να φανούνε τα δόντια σου;

Βλέποντας ο βεζύρης ότι η θυγατέρα του πάντοτε στέκει εις το πείσμα της, της λέγει· η αγνωσία σου με παρακεινεί να σε μεταχειρισθώ καθώς έκαμε την γυναίκα του αυτός ο πραγματευτής, που σου διηγήθηκα· και άκουσε πώς.

Κι' ή θα προσπέρναε μάλιστα ή ζήτημα θε γίνει, αν δεν του φτόναε ο σκοπεφτής του Δία γιος τη νίκη π' άξαφνα τ' ώριο καμοτσί του τίναξε οχ τα χέρια. Δάκρια τού γιόμισαν θερμά τα μάτια του απ' το πείσμα, 385 π' όλο θωρούσε πιο γοργά να πιλαλούν τ' άλλα άτια, μα αβάρετα έτσι τρέχοντας καλντούσαν τα δικά του.

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είμ' άνθρωπος, αυθέντα μου, αγριωμένος τόσον από του κόσμου τ' άδικα κι' απ' την καταδρομήν του, ώστε τα πάντα τ' αψηφώτο πείσμα του! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Κ'εμένα η συμφορά μ' απέκαμε, μ' έδειρ' η Τύχη τόσον, που δεν το έχω τίποτε να παίξω την ζωήν μου, και ή την ξεφορτώνομαι ή την καλλιτερεύω. ΜΑΚΒΕΘ Κ' οι δύο το γνωρίζετε: εχθρός σας είν' ο Βάγκος!

Ο Πατέρας σου, κι αν ήρθε στον τόπο μας απ' άλλην πατρίδα, βάλθηκε όμως να γίνη Ρωμιός, και τόσο καλά το κατάφερε, που στο πείσμα χιλίων δασκάλων καταντάει να τα νοστιμεύεται τα ρωμαίικά μας παραμύθια. Η Υψηλότη Σου όμως, μήτε ξένος δεν είσαι. Είσαι ο πρωτογέννητος σ' αυτό το παλάτι. Ως και τόνομά σου τέτοια παραμύθια γυρεύει. Σα σε βαφτίσανε, χρόνια τώρα, είπα, καλό σημάδι.

Διάλεξα εκείνη που έπεσε από τα μαλλιά της αυτή η χρυσή τρίχα, και μάθετε ότι δε θέλω καμμιά άλλη. — Κι' από που, ωραίε άρχοντα, έρχεται αυτή η χρυσή τρίχα; — Έρχεται, άρχοντες, από την ωραία με τα χρυσά μαλλιά. Δυο χελιδόνια μου την έφεραν. Αυτά ξέρουν από ποιον τόπο». Οι βαρώνοι κατάλαβαν ότι τους εκορόιδευε. Εκύτταζαν τον Τριστάνο με πείσμα.

Μέσα στο βρύχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό, έναν κουφό χτύπο· και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που εδέρνονταν συναμεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια ελάχτιζαν με πείσμα τ' άσαρκα μέτωπα, σαν να ελάχτιζαν ίδια τη σκέψι τους, σαν να τους έλεγαν: — Γιατί μας έφερες εδώ! Από απάνω μου ετσίμπαε ο καπετάνιος. — Έλα, τόρα. Έλα και δεν θα κατορθώσης τίποτα. Δεν θα κατορθώσω τίποτα! Κ' εγώ το εκατάλαβα.

Αν σκέπτεται περί ενός πράγματος αμέσως σκέπτεται περί όλου του κόσμου. «Η Δανιμαρκία είναι φυλακή», άρα «όλος ο κόσμος είναι φυλακή». Αν «ο κόσμος έγινε τίμιος», τότε «πλησιάζει η ημέρα της Κρίσεως». Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.

Μα δε σ' αφίνουν οι άλλοι· οι απόξω δε σ' αφίνουν. — Τι απόξω, αδερφέ; Θέλω να πάρω τον παρά μου. — Το ξέρω ποιος σε βάνει· το ξέρω! εξακολούθησε με πείσμα ο Αριστόδημος. Κείνος ο Θεομίσητος, το χτήνος, ο παλιάνθρωπος! Α, θαν του δείξω γω! επρόσθεσε κινώντας φοβεριστικά το χέρι του κατά κείθε. Θαν του δείξω γω... θαν του στρήψω το καρύδι έτσι να!.. έτσι να!..

Αν θέλει εμάς στο πείσμα μας, της Αθηνάς κι' εμένα 213 να λυπηθεί τ' ορθόβραχο καστρί και ναν τ' αφίσει 215 ολόρθο, και των Αχαιών να μην τους δώσει νίκη, ας μάθει αφτό, πως άσβυστο θάχουμε πάντα πάθοςΕίπε, κι' αφίνει το στρατό και πάει και μέσα μπαίνει στο κύμα, κι' αποθύμησαν τον Ποσειδό οι Αργίτες.