United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δράττει τότε αποφασιστικώς το κάλυμμα του κιβωτίου και προσπαθεί να το ανοίξη, αλλά το κιβώτιον είνε κλειστόν. Εντείνει τας δυνάμεις του, ίν' αποσπάση το κάλυμμά του, αλλ' αι χείρες του τρέμουσι κάπως, και το κιβώτιον ανθίσταται. Εξάγει τότε τον ορμαθόν των κλειδίων του, κύπτει προς το κλείθρον και εισάγει έν εξ αυτών εις την οπήν τον.

Ο πατήρ μου που ηξεύρει πως έχεις ένα θησαυρόν κρυμμένον, ηθέλησε να μεταχειρισθη εμένα διά να ξανοίξω τον τόπον που είνε· με επρόσταξε στανικώς διά να πασχίσω με κάθε λογής τρόπον, θυσιάζοντάς την τιμήν μου, αν κάμη χρεία, να σε κάμω να μου τον φανερώσης· εγώ του εναντιώθηκα εις τούτην την άνομον προσταγήν, μα χωρίς να κατορθώσω τίποτε, επειδή και αυτός μου είπεν αποφασιστικώς πως θέλει με φονεύσει με τας χείρας του, αν δεν ήθελα τον υπακούσει· και ούτω βιαζομένη ήλθα εις τούτον τον τόπον εις εσένα, να σου ομολογήσω πως το κάνω με μεγάλον πόνον.

Και η Σμάλτω, η οποία εννόει καλλίτερον παντός άλλου τους τόνους εκείνους και τους αντελαμβάνετο μέχρι και των ελαχίστων ψιθυρισμών, ενόμιζεν ότι ο συριγμός την προσκαλεί να σπεύση. — Άιτον άνεμο! εψιθύρισεν αίφνης αποφασιστικώς. Η λυγερή δεν ηδύνατο να κρατηθή περισσότερον.

Ο Σκούντας και ο Τρανταχτής εστράφησαν ανήσυχοι προς την θύραν. Ο Μάχτος έτυπτε το στήθος και απέσπα τας τρίχας της κόμης του. — Ας είνε, θ' αποθάνω μαζύ της! Από τούτο δεν ειμπορεί κανείς να μ' εμποδίση, είπε μεγαλοφώνως. — Τι έπαθες, φίλε μου; τον ηρώτησε μετ' οικειότητος ο Σκούντας. Την στιγμήν εκείνην, οι τρεις οπλοφόροι άνδρες προέβησαν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η Αϊμά.

Λαβών δε εκ των επί της τραπέζης χρημάτων έν χρυσούν νόμισμα το επρόσθεσεν εις τα δύο πεντόδραχμα, τα οποία επέστρεψεν εις την γραίαν. — Διά τα καλάθια, εψιθύρισε δεικνύων τον τυφλόν. — Μόνον αυτό δεν γίνεται, είπεν η Κυρά Λοξή. Όχι μόνον να μη παίρνης αλλά και να δίδης! Και ηρνήθη αποφασιστικώς την προσφοράν. — Δεν μου το είπαν ψεύματα, εξηκολούθησεν, ότι είσαι καλός άνθρωπος. — Συ είσαι καλή!

Δεν είνε προκοπή, είπεν αποφασιστικώς ο Στάθης ο Μπάζας· έλα να με καλουμάρετε κάτω, να ιδώ τι θα κάμω. . . . Η θειά-Αρετώ ήρχισε να κάμνη πολλούς σταυρούς, εξισταμένη διά τον τολμηρόν λόγον του βοσκού. — Πού να σε κατεβάσουν, γυιέ μ' Στάθη μ', έλεγε· πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; πού θα πατήσης;

Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα. Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ' εστάθη. — Σου βαστά, η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του. — Δεν είναι άλλος δρόμος; — Δεν είναι. — Εσύ θα τώχης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης. — Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.