Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυταίς είναι η νεράιδες, παιδάκι μου, και πατούν στον αέρα, απήντησεν η Μαχώ. Την διήγησιν διά της νεράιδες που χόρευαν την επεβεβαίωσε και η γρηά Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γραία κοντή και κυρτή, ομοία μ' ένα κουβαράκι. Αυτή είχεν ιδεί 'στον καιρόν της πολλά απίστευτα πράγματα.

Από παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κ' έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Μαχώ» — της μοναχοκόρης του τόνομα — , δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. Ο Στρατής το Στοιχειό με τόνομα.

Η Μαχώ το Φαλκάκι έφθασεν ενωρίς, περί δύσιν ηλίου, την εσπέραν εκείνην του Οκτωβρίου μηνός, κρατούσα το καλαθάκι της, το οποίον περιείχεν άρτον, ελαίας χαμάδας, ολίγα κυδώνια καί τινας τομάτας. Είχεν αναχωρήσει από την πόλιν το πρωί. Όλην την ημέραν διήλθεν εις τον ελαιώνα συλλέγουσα ελαίας, είτα τας έβαλεν εις σάκκους, και δι' ημιόνου τας έστειλεν εις τα ελαιοτριβεία της πόλεως.

Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.

Ακούς εκεί! τι άλλο θα έσφαξαν από πετεινό, παιδί μου . . . καλά εξεφάντωσαν εκείνοι, με τον πετεινό, τον μικρόν εκείνο . . . Μακάρι να είχαμε κ' εμείς ένανε! — Τώρα τον είχα μελετήσει, μάνα, και του έταξα του γυιου μου ένα πετεινάρι, είπεν η Μαχώ.

Εκινδύνευε ν' αποθάνη από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλού και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν.

Η Μαχώ δεν εύρε ψυχήν εις το Έρημον Χωρίον. Ενύκτωνεν ήδη, η πανσέληνος ήτον περασμένη, και η σελήνη θ' ανέτελλε δύο ή τρείς ώρας νύκτα. Άλλως, ο Φάλκος επεθύμει να διανυκτερεύση εις το άγριον μέρος, κ' επέμενε να μείνωσιν.

Η Μαχώ εξύπνησε, και ανεσηκώθη επί της μαλλίνης τσέργας, εφ' ης ήτο πλαγιασμένη, — Τι έχεις, παιδί μου, και δεν κοιμάσαι είπε. Δεν έχεις ύπνο; — Όχι, όχι . . . είπεν ο Φάλκος. Άκουσα έναν πετεινό. — Πού τον άκουσες; — Εδώ έξω. — Στο καλύβι της Κοκκινίτσας θα λάλησε . . . Έχει ένα σωρό πετεινάρια . . . θέλεις να σου αγοράσω ένα αύριο και να σου το σφάξω την Κυριακή . . . — Ακούς εκεί; Μακάρι . . .

Και τι να μας κάμη ένα πετεινάρι, θεια, είπεν ο Σταμάτης, που έχουμε κι' άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχά θέλω εγώ στο μερδικό μου . . . — Θα πάρω δύο απ' την Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνη, είπεν η Μαχώ. Ευθύς τώρα η γρηά Φαλκίτσα ήρχισε να διηγήται πώς και διατί ήλθε, μαζύ με τον εγγονόν της εις τοιαύτην ώραν.

Το κορίτσι του, το Μαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε νανεβαίνη συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Μα η αγάπη κ' η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Και μ' αυτή βαστειότανε στον κόσμο. — Κ' η έγνοια κ' η αγάπη συντρόφοι μας είνε, έλεγε μοναχός του.