United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ακούς κανέναν, όταν τους ακούς όλους, κ' είναι μάλιστα σα να μην τους άκουες μήτε δάφτους, αφού ακούς και τον εαφτό σου, αφού μέσα σ' όλους είσαι κι ο ίδιος, είσαι και συ λαός. Μα δεν πιστέβω η μισή γλώσσα να τα στοχάστηκε αφτά, μήτε να βγήκε στους δρόμους να φωνάζη από τόσο μεγάλο έρωτα για την ανεξαρτησία.

Έτοιμος ήμουν να την παραιτήσω και να ξαπλωθώ, προσμένοντας ήσυχα τον θάνατο. Αλλά στην ώρα που έκανα τη σκέψι ακούω τον ναύκληρο να φωνάζη από την πλώρη: — Πανί, παιδιά! ένα πανί!... — Ένα πανί! φωνάζω κ' εγώ χωρίς να ιδώ τίποτα. Είδαμε τέλος όλοι μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε τον μαΐστρο. Δεν ήταν μεγαλήτερο από φούσκα και όμως εφάνηκε θεόρατο. Με μιας εζωντάνεψα.

Ο μπάρμπα-Διόμας ήρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν τω έμεινεν ακόμη. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς. Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον. Αι φωναί του μπάρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα. Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.

Πώς πρέπει λοιπόν όλη η πόλις να ανατρέφη αυτά που ούτε την γλώσσαν εννοούν, ούτε είναι ικανά να αποκτήσουν την άλλην μόρφωσιν; Ιδού πώς. Βεβαίως απ' αρχής παν νεογέννητον συνηθίζει να φωνάζη με δύναμιν, και προ πάντων το ανθρώπινον γένος. Και ωρισμένως περισσότερον από τα άλλα συνδέεται με τα κλάματα. Βεβαιότατα.

Ας αφήσουμε τους φίλους μας να λένε για μας όσα θέλουν. Τι σας φαίνεται; Όταν έχει κανείς πολλές αμαρτίες — ο λόγος μου είναι για μένασαν πιο φρόνιμο μ' έρχεται να μην τις φωνάζη πολύ δυνατά. Με τέτοιο τρόπο κάποτες στέκουνται κ' οι άλλοι και δε λεν τίποτις. Να πω βάρβαρο το έθνος, θα με πουν και μένα βάρβαρο. Δεν καταδέχουμαι τέτοιο πράμα.

Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκύτταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης έκειτο κουβαριασμένη η γραία. Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιγξε δυνατά τον λαιμόν . . . Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης.

Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστεκαι την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του.

Κι ο όχλος γύρω να φωνάζη ψέλνοντας «Επί ασπίδα, και βασιλίσκον επέβης και επάτησας λέοντα, και δράκοντα». Καταμεσής στο Ιπποδρόμιο είταν τραβηγμένη γραμμή λεγάμενη Σπίνα, τοίχος δηλαδή που χώριζε το Ιπποδρόμιο κατά τη μέση, στολισμένος κι αυτός με τρία μεγάλα και πολύτιμα μνημεία, απόνα στην κάθε άκρη κ' ένα στη μέση. Το πρώτο είταν οβελίσκος φερμένος από την Αίγυφτο μ' επιγραφές ιερογλυφικές.

Και εν πρώτοις αυτός έπαιξεν αυλόν όπως ηδύνατο, δηλαδή αθλίως• έπειτα εδώκεν εις τον τρελλόν τους αυλούς και έλαβε παρ' αυτού την δερματίνην μάστιγα και το μαχαίρι, τα οποία έσπευσε και έρριψε διά του φεγγίτου έξω εις την αυλήν και ούτω χωρίς μεγάλον κίνδυνον πλέον ηδύνατο ν' αμύνεται εναντίον του παράφρονος και συγχρόνως να φωνάζη και να καλή εις βοήθειαν τους γείτονας, οι οποίοι εβίασαν την θύραν και τον εβοήθησαν να σωθή.

Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι.