Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Και γιατί;» «Έφις, άκουσα!», επανέλαβε με μονότονη φωνή, αλλά ξαφνικά η φιγούρα της τινάχτηκε, η σκιά ψήλωσε λες, έγινε τεράστια. Ο Έφις την αισθάνθηκε επάνω του σαν τίγρη. «Έφις, κατάλαβες; Εκείνος δεν πρέπει να ξαναπατήσει το πόδι του εδώ, ούτε στο χωριό! Εσύ, εσύ φταις για όλα. Εσύ τον άφησες να έρθει, εσύ είπες ότι θα μας προστάτευες από εκείνον… Εσύ….»
Δεν έχω τώρα καιρό να χάνω για την Αννούλα. Δεν ακούς; Έρχονται αυτοί οι τιποτένιοι εδώ. . . Τι θέλουν όμως από μένα; τι θέλουν; Ποιοί έρχουνται εδώ; ΦΙΝΤΗΣ Οι εργάτες, όλοι οι εργάτες του εργοστάσιου. Δεν έμαθες; Έγινε έκρηξη των καζανιών, και τινάχτηκε στον αέρα το μηχανοστάσιο, και σκοτώθηκαν καμιά δεκαριά απ' αυτούς.
Μόλις έκλεισε τα μάτια της τής φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένεια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρη κι' αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.
Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε το χράμι επάνω στο κεφάλι του. Και να που ξαναβρέθηκε επάνω στο τοιχάκι του μικρού κτήματος. Τα καλάμια μουρμούριζαν, η Λία και ο Τζατσίντο κάθονταν σιωπηλοί μπροστά στην καλύβα και κοίταζαν προς τη θάλασσα. Του φάνηκε πως αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά όμως τινάχτηκε, είχε την αίσθηση ότι γκρεμιζόταν από το τοιχάκι. Είχε πέσει από την άλλη μεριά, στην κοιλάδα του θανάτου.
Δεν το μπορούσα. Κι απάνω στην απελπισία μου, άρπαξα το μόνο που μου ήρθε στο νου κ' είπα: — Μα το Σβεν μπορείς να τον αφήσης; Τινάχτηκε, σα να τη χτυπήσανε, κ' έπλεξε τα χέρια της απελπισμένα. — Όχι, όχι, δεν μπορώ. Πήγε τρεκλίζοντας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με παρακάλεσε να την αφήσω μόνη.
— Θα γίνω... είπε και ξανάκλεισε τα μάτια του. Ο Βαγγέλης καθότανε και τον κύτταζε. Μια στιγμή δεν του φάνηκε διόλου καλά. «Αγγελοκρούζεται», είπε μέσα του. Σηκώθηκε και ζύγωσε στη γυναίκα με τρομάρα. — Κυρά Ασημίνα... καλέ, κοιμάσαι, καλέ; — Τι είνε; έκανε κείνη ξαφνιασμένη και τινάχτηκε απάνω. — Δεν τονέ βλέπω καλά. Τον χάνομε. Κουράγιο τώρα. Να σύρω να μιλήσω στη γειτόνισσα...
Τα βιολιά που τσιρίζανε λούφαξαν. Ο χορός σταμάτησε Ο Νίκος τινάχτηκε απάνω κι ώρμησε μέσα στο σωρό να βρη τη Λιόλια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν