Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Κατόπι κουβάλησαν κάτι χοντρά κούτσουρα που κατέβασαν ως εκεί τα ξερολάγκαδα από τες ράχες. Τέτοιαν πύρα δεν ξανάειδα ποτές άλλη φορά. Ξέκοψε σιγά σιγά η βροχή. Τα σύγνεφα τραβήχτηκαν ένα έν' από τον ουρανό και ξαστέρωσε το απέραντο χάος του. Το σκοτάδι που μας περίφραξε ήτον βαθύτατο. Το κρύο τ' απόβροχου αψύ.
Να σηκώσω την κουρτίνα και να περάσω από πίσω! αυτό είναι όλο: Και γιατί να διστάζω και να φοβούμαι; Γιατί δεν ξέρει κανείς τι θα βρη από πίσω και γιατί δεν ξαναγυρίζει: Και ακόμη, επειδή είναι ιδιότης του πνεύματός μας, να υποθέτωμε το χάος και το σκότος εκεί που δεν γνωρίζομε τίποτε βέβαιο!»
Πρώτος; Πρώτος· τι μ' έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση, με το μεγάλο δάχτυλο γατζωμένος στο σχοινί κ' έβλεπα κάτω χάος τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Εμέθαγα συγκρίνοντας μαζί μου το πουλί που στο άγνωστον ουρανοδρομεί γεμάτο περηφάνεια και θρίαμβον. Εθάμπωνα με την έξαρσί μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς με θλίψι τους έβλεπα.
ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Από τις τρεις ιδιότητες που ανέφερες οι δυο, η ειλικρίνεια κ' η αμεροληψία, ήταν αν όχι καθαρά ηθικές, τουλάχιστον όμως από τα περίχωρα της ηθικής και ο πρώτος όρος της κριτικής είναι ότι ο κριτικός πρέπει να είναι ικανός να διακρίνη ότι ο κύκλος της Τέχνης και ο κύκλος της Ηθικής είναι τέλεια ξέχωροι. Όταν συγχέωνται, έρχεται το χάος ξανά στη μέση.
Ο ευνοούμενος αυτής γάτος εκοιμάτο επάνω εις το άσπρον της βουρνούζι και επί των μαρμάρων της εστίας εσπινθήριζον τα πετράδια των βραχιολιών και του περιδεραίου. Το δωμάτιον ωμοίαζε ναόν της θεάς Ακαταστασίας. Αδύνατον όμως ήτο να είνε άχαρι το χάος εκείνο, του οποίου ήσαν τόσον εύμορφα όλα τα συστατικά.
Και σε μια στιγμή ο χωρικός φώναξε με τρομάρα: — Παναγία μου! Παναγία μου! Η μαυροφόρα έγυρε στον γκρεμό κέπεσε στο χάος. Το αίμα του χωρικού πάγωσε· και τόσον παράλυσε το σώμα του από την τρομάρα, που όταν έτρεξε προς τα κάτω, τα πόδια τον δεν τον άκουαν. Στη σάστιση του νου του μια σκέψη συστρεφότανε: «Μα είνε το Βαγγελιό ή άλλη;» Ήτο το Βαγγελιό, ως την είχε γνωρίσει από μακριά.
Εις το τέλος όμως τα αισθήματά του και αι σκέψεις του, συγκρατηθέντα προς στιγμήν, εξέσπασαν εις χείμαρρον λόγων. Επανέλαβε με περισσοτέρας λεπτομερείας την διήγησιν των συμβάντων, και παρεπονέθη ότι ενέπεσεν εις χάος, όπου έχασεν, εκτός της ησυχίας του, το χάρισμά του να διακρίνη τα πράγματα και να τα εκτιμά κατ' αξίαν.
Τι άλογα και τι άτια! τι φώκες και τι φάλαινες! τι Σειρήνες και τι Μέδουσες εκλωθογύριζαν κοπαδιαστά, εβρυχώνταν και αλλάλαζαν με χίλιων λογιών σφυρίγματα, χτύπους, κραυγές, δοντοκοπήματα στο σύσκοτον εκείνο χάος και την ασάφεια. Ν' ανησυχώ άρχισα.
Πάντα ταύτα συνεχέοντο εις άμορφον χάος, αλλάσσον χροιάν ακαταπαύστως κατά την πυκνότητα της νεφέλης, ήτις εσκίαζε τον δίσκον της πανσελήνου.
Απόδειξις δε της αρχαιότητός του είνε ότι γονείς του Έρωτος ούτε υπάρχουν ούτε αναφέρονται από κανένα, ούτε ποιητήν ούτε πεζόν, ο δε Ησίοδος λέγει ότι πρώτον μεν υπήρξε το χάος, έπειτα δε η ευρύστερνος Γη, των πάντων βάσις κεφαλής και αιωνία, και ο Έρως. Κατά τον Ησίοδον λοιπόν μετά το χάος έγειναν τα δύο αυτά, η Γη και ο Έρως. Ο δε Παρμενίδης ως προς την Γένεσιν λέγει ότι
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν