Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ανάμεσα εις τα χορεύοντα κύματα, εις το έρεβος της νυκτός και το χάος, ο Νικολός κι' ο φίλος του είδαν έξαφνα έν φως μικρόν, ως λαμπυρίς, να σείεται, ν' αφανίζεται, και πάλιν ν' ανακύπτη. Κάποιον πλοίον αγωνιούσε κ' επαράδερνεν εκεί εις το μαύρον πέλαγος. — Να, ένα καΐκι, είπεν ο Νικολός το Πιτς. — Καράβι μεγάλο είνε! είπεν ο υιός της Γαλοντζίτσας.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και θεούς δεν θάχης άλλους τώρα πλέον για λατρεία, παρά μόνο τους δικούς μας• δηλαδή αυτά τα τρία: χάος, γλώσσα και νεφέλες. ΧΟΡΟΣ Τώρα με θάρρος λέγεεμάς σαν μας θαυμάζης και μας τιμάς και θέλης άνθρωπος άξιος να ζήσης, πώς θα σε κάνουμε να ευτυχήσης;

Τόνιωθε πως είταν κι αυτός ένας από τους λίγους, από τους τόσο λίγους αγνούς ιδεολόγους, που αφίνοντας το ατόφιο τους καταμέρος, μόνο μια Ιδέα προσκυνούν κι ακολουθούν, και φεύγοντας, θεληματικά ή άθελα ή και με βία, από τη ζωή, όπως έφυγε κι αυτός, αφίνουν πίσω τους όχι κείνο που συνηθίσαμε να λέμε συμβατικά «κενόν», μα αληθινά κάπιο χάος.

Το είπα... η πλήξις την πλήξιν μου φέρει.. δεν θέλω θυέλλας, ανοίξεις, λειμώνας... σαν έλθουν οι πάγοι ζητώ καλοκαίρι, σαν έλθη και τούτο ζητώ τους χειμώνας. 'Στό χάος το πρώτον το Σύμπαν ας πέση κι' έν' άλλο ας γίνη καθώς μου αρέσει, αλλ' όμως συστρέφω κι' αυτό ανωκάτω και δεύτερον, τρίτον και τέταρτον πλάττω.

Αλλ' ο καραβοκύρης, που είδε τον κίνδυνον, με επιδεξιότητα του τιμονιού επαραμέρισε το καράβι ογλήγορα, έπεσεν η πέτρα εις την θάλασσαν εκεί πλησίον και από το μέγεθος και την βιαίαν ορμήν άνοιξε την θάλασσαν και έγινεν ένα χάος, που σχεδόν εφάνη το βάθος της θαλάσσης.

Με το χέρι, με το ποδάρι, με το κεφάλι, χτύπα. Του κάκου. Δεν γκρεμνά. Τίποτις δε βλέπω. Ώρες, μήνες, χρόνια περνούσαν και τίποτις δεν έβλεπα. Ποιος το λέει πώς δεν μπορεί μάτι αθρώπου να κοιτάξη τον ήλιο; Στον ήλιο μέσα να ζούσα, δε θα μου έφτανε το φως του. Να φύγη, να ξεσκορπιστή το χάος αφτό που με σκοτώνει. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα! Είναι βράχος μια τέτοια νύχτα.

Οι άνθρωποι, προβαίνοντες επί τα πρόσω, κρατούν δύο σκαπάνας· με την μίαν ανοίγουν τον δρόμον, όπου θα πατήσουν, με την άλλην μεταβάλλουν εις χάος τον δρόμον, όπου επάτησαν. Ιδού διατί πάσα οπισθοδρόμησις αποτελεί κατακρημνισμόν. Η ευτυχία και η δυστυχία είνε τόσον ακατανόητοι, ώστε συνήθως επιβάλλονται και κυριεύουσι της ψυχής διά του μυστηρίου των μάλλον, παρά διά της ουσίας των.

Ω Αρετή! πολύτιμος Θεά, συ ηγάπας πάλαι Τον Κιθαιρώνα, σήμερον Την γην μη παραιτήσης, Την πατρικήν μου. Στροφή Α Γη των θεών φροντίδα, Ελλάς ηρώων μητέρα, Φίλη, γλυκεία πατρίδα μου Νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε, Νύκτα αιώνων. Ούτω εις το χάος αμέτρητον Των ουρανίων ερήμων, Νυκτερινός εξάπλωσεν Έρεβος τα πλατέα Πένθυμα εμβόλια.

Δεν μπορώ μολαταύτα να μην εκφράσω την απορία μου γιατί δεν αναφέρατε τίποτε για τους δυο μυθιστοριογράφους, που πάντα τους διαβάζετε, τον Balzac και τον George Meredith. Ασφαλώς και οι δύο τους είναι ρεαλισταί. ΒΙΒΙΑΝ. — Α! Ο Meredith! Ποιος μπορεί να τον χαρακτηρίση; Το ύφος του είναι χάος φωτιζόμενον από λάμψεις αστραπής.

Αλλά τέλος, μη δυνάμενος πλέον να υπομείνω την αγωνίαν αυτήν της αμφιβολίας, έκανα ένα βήμα προς τα εμπρός με προφύλαξιν και με τεταμένους τους βραχίονας, τα μάτια γουρλωμένα, αναζητών μίαν ασθενή ακτίνα φωτός. Έκανα πολλά βήματα, αλλά το παν δεν ήτο παρά σκότος και χάος. Ανέπνευσα ελευθερώτερα, διότι μου εφάνη ότι η τύχη, η οποία μου επεφυλάσσετο, δεν ήτο ίσως η χειροτέρα πάσης άλλης.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν