Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουλίου 2025


ΓΙΑΓΙΑ Όχι. ΓιαΤι με ρωτάς; ΥΠΕΡΕΊΉΣ Ήρθ' ένας νέος κάτου, και κατέβασε τα πράματά του από το αμάξι και τάφερε μέσα, και τώρα μας δίνει διαταγές σα να βρίσκεται στο σπίτι του. ΓΙΑΓΙΑ Περίεργο. Ποιος να είναι αυτός; Πάω να ιδώ εγώ. . . Αυτός είναι, γιαγιά μου, αυτός. Τόνε γνώρισ' αμέσως. Είναι αυτός, αυτός. ΓΙΑΓΙΑ Μα ποιος είν' επί τέλους. Δεν καταλαβαίνω.

Τι κουτός που είσαι! είπε ο Ούλοφ. Ο μπαμπάς μας λέει έτσι. Τότε εννόησε ο Σβεν και με μάτια, που λάμπανε από την ανυπομονησία, ρώτησε: — Δε λέει τίποτε για το Νέννε; Ο πατέρας, που μπήκε μέσα στο μεταξύ, σήκωσε το μικρόν ψηλά ως το ταβάνι, τον κατέβασε πάλι και του είπε: — Τι να πη για ένα μαϊμουδάκι, που είναι τόσο μικρό ακόμα και δεν έκαμε τίποτε; Μα ο Σβεν δεν έμεινε ευχαριστημένος.

Το βέβαιο είναι όμως πως ο μικρός Σβεν ανακάλυψε μια μέρα μιαν εικόνα κρεμασμένη στην κάμαρα της μαμάς κι αφού την κοίταξε μερικές στιγμές, την κατέβασε και την παρατηρούσε σιωπηλός, σα να έβλεπε εκεί κάτι νέο, που το λογικό του δεν το ένοιωθε. Δεν είτανε καμιά εικόνα σύμφωνη με το σημερινό αίστημα. Έχει πολύ λίγη τέχνη και διηγείται μιαν ιστορία.

Με συμπάθειο, σαδίκησα· δεν είσαι συ από κείνους· μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διάβολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κ' αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας!

Κ' ηθέλησε να στείλη γρήγορα στον Αριστόδημο, μήπως προφτάση και μποδίση την καταστροφή. Ο δούλος στεκότανε πίσω από τον αφέντη του, έτοιμος να γκρεμοτσακίση και να γκρεμοτσακιστή στην προσταγή του. — Φέρε μου πρώτα το κιάλι· είπε ο Χαγάνος χωρίς να τον ιδή. Είπεξείπε ήρθε το κιάλι στο χέρι του. Το άρμοσε στα μάτια, κύτταξε καλά ζερβόδεξα· το κατέβασε. Θυμός ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του.

— Ο Σκεντέρμπεης τότες μπροστά 'ςτα μάτια του αποστολάτορα του Μουχαμέτη κάλεσε να του φέρουν έν' άλογο, χούφτιασε το σπαθί κι αφού τ' ανέμισε και το 'παιξε λίγο, το κατέβασε σαν αστραπή 'ςτο λαιμό του ζώου και το χώρισε με μιας. Και του είπε του αποστολάτορα: «Σύρε τώρα και ειπέ του Σουλτάνου σου, πως αν είχε μπροστά του το απλό κι ασήμαντο τούτο σπαθί, δεν είχεν όμως εκεί και το χέρι μου».

Ο Τζατσίντο τότε κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του. «Βλέπεις; Βλέπεις; Ούτε μια λέξη πόνου δεν βγάζεις από το στόμα σου! Ούτε ένα δάκρυ! Και να σκεφτείς ότι πέθανε για σένα, άθλιε! Πέθανε από τον πόνο της για σένα.» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε να τρέμει.

Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.

Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου; — Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα.

Τέλος ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε: — Είσαι ο σοφώτερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια, που είχαν ν' ανακατεύωνται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλωριά, άρματα για προφύλαξή του κι' ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν