Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Μωρέ βουνά, ψηλά βουνά, ψηλά και δασωμένα, Τώρα που ο Μάης σας γιόμωσε μ' ανθούς, με χλόη, με νιάτα, Γιατί δεν ξανανιώνετε κ' εσείς τον γέρο εμένα, Σάμπως καινούρια γένονται και σάμπως ξανανιώνουν Τούτα τα χαμηλά κλαριά και τα παλιά τα δέντρα, Να γίνω πάλι ως ήμουν νιος, να γίνω παλλικάρι;
Τα καρυοφύλλια δείχνουνε μες 'ς τα κλαριά το στόμα Σαν άγρυπναις δεντρογαλιαίς. Εδώθ' εκείθ' αστράφτουν Άγρια μάτια φλογερά, ανάμεσα 'ς τα φύλλα, Λες κ' ήταν θράκια σκεπαστά. Πρώτη πνοή θ' ανάψουν. Ένοιωθε κι' αναγάλλιαζε τη δύναμή του ο Διάκος. Μένει με μιας ακίνητος. Εσταύρωσε τα χέρια Και κατά την Αγάθωνα το πρόσωπό του στρέφει.
Ύστερ' απ' αυτά του ευχόντανε όλα τα καλά ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη κι ο Δάφνης τούφερνε χαρίσματα κατσικάκια, τυριά, όρνιθες με τα μικρά τους, σταφύλια επάνω στις κληματόβεργες, μήλα με τα κλαριά τους. Ήτανε μέσα στα δώρα και κρασί μοσκάτο της Λέσβος, καλώτατο για πιόσιμο.
Το ανάχωμα αυτό απότομα ψηλώνει δεξιά απόνα πυκνό αλσύλλιο, αδιαπέραστο απ' το φως οποιουδήποτε άστρου, που μπροστά στην είσοδό του κάθεται ο κεραυνόπληκτος Θεσσαλός βασιληάς, βαστώντας ανάμεσα στα γόνατά του το φιλντισένιο κείνο κορμί, που μια στιγμή πρωτήτερα παραμέριζε τα πυκνά κλαριά με το ίσιο του μέτωπο και πατούσε πάνω στις τσουκνίδες και τα λούλουδα με πόδι που το είχε αγκυλώσει η ζήλεια και τώρα δίχως τρόπο να του δοθή βοήθεια βαρύ είναι κι ολότελ' ακίνητο, εκτός όταν ο ζέφυρος ανεμίζη τα πυκνά μαλλιά του.
« Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι, » Η γη βγάζει χορτάρι, » Ανθίζουν όλα τα κλαριά, » Οι κάμποι λουλουδιάζουν. » Οι λόγγοι όλοι 'φούντωσαν, » Και τα πουλιά φωλιάζουν. » Τι καρτερείτε, βρε παιδιά! » Χειμώνας να μας πάρη; ...»
— Έζησες, τρελλή μου λεύκα, της απάντησε το κυπαρίσσι, αλλοίμονο! μόνο εδώ μέσα, σ' αυτή τη ρεματιά. Κάτου απ' το πεύκο που βούιζαν τα κλαριά του σαν ποτάμι κι' έτριζε το κορμί του στον αέρα, βρήκαν μια καρδιά που είχε πεθάνει — μα δε μπορούσε να λησμονήση.
Μας έχουν σαν σκυλιά τους Οι Τούρκ' ημάς τους Χριστιανούς για κάθε θέλημά τους, Και μοναχή φροντίδα τους είνε για να μας σβύσουν. Αυτοί, που Κλέφταις λέμ' εμείς, που διάλεξαν να ζήσουν. 'Στα κορφοβούνια, 'ς τα κλαριά, και 'ς τ' άγρια στενορρύμια Με τα θεριά, μ' αγρίμια· Αυτοί, οπού φωλιάζουνε σε τρίσβαθα λημέρια.
Τα φύλλα πέφτανε αργά ένα — ένα κ' έστρωναν το χώμα με κόκκινο ταπί· οι περικοκλάδες που σκάλωναν στους τοίχους ανατρίχιαζαν από τη γύμνια. Το κλήμα που γενιάστηκε από το σπίτι της Ελπίδας ο Δημητράκης σκέπαζε πέρα — πέρα την αυλή. Ήταν άφυλλο από τον καιρό· μα τα κλαριά του θρασομανούσαν ψηλά και χαμηλά, λες κι ανυπομονούσαν ν' αγκαλιάσουν το άπειρο.
Κατέβα της λέω, τι κάνεις αυτού πάνου τόσες ώρες; Κι αυτή ανΤι να μ' ακούση, ανΤι να κατεβή, ανέβαινε στα πιο απάνου κλαριά, και μούλεγε πως της αρέσει έτσι σαν πουλί, πως θα ήθελε να βρίσκεται πάντα ψηλά, πως δεν μπορεί να περπατή στη γις, κι άλλες τέτοιες ανοησίες.
Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει Τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά, που βγάζ' η γη χορτάρι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν