United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώρμησεν εις την θύραν και εξήλθεν. Ο Πετρώνιος δεν εδοκίμασε να τον κρατήση. Αλλά μη πεισθείς εις την άρνησιν πάσης γυναικός, ήτις δεν ήτο η Λίγεια, και μη θέλων ίνα η μεγαλοψυχία του παρελθη εις μάτην, εστράφη προς την θεραπαινίδα: — Ευνίκη, είπε, θα λουσθής, θα χρίσης το σώμα σου με μύρα και θα υπάγης εις τον Βινίκιον.

Επειδή όμως είχον πλησιάσει αρκετά, ώστε δεν ήτο πλέον καιρός να οπισθοδρομήσωσιν, ούτε αλλαχόθεν να διαβώσιν, ενθαρρύνας τους στρατιώτας, ώρμησεν εμπρός, και διέβησαν όλοι πολεμούντες, βλάψαντες πολύ περισσότερον τους εχθρούς, παρ' όσον αυτοί εβλάφθησαν από εκείνους.

Ο Καραϊσκάκης είδεν εις ποίον κίνδυνον εξετέθη ο Σουλτάνης και αμέσως στρέφει πρώτος τον ίππον του, παρακινήσας δε και τους λοιπούς ιππείς να τον ακολουθήσωσιν, ώρμησεν εις βοήθειαν.

Ντα δεν εστάθηκε, μόνο πήε κ' εκλειδώθηκε στο σπίτι του, είπεν ο Μανώλης κατακόκκινος. — Πριχού να κλειδωθή, όντεν εφοβέριζε, έπρεπε να του σπάσης την κεφαλή. Δεν έδιαξες ως έπρεπε. Μα άιντε, σου το συμπαθώ για πρώτη φορά ... Μα θέλω να πω πως από τότε σα επήρε μούρη ο Τερερές κιάρχισε να μάςε φοβερίζη κιαποπάνω. Ο Μανώλης είχε σηκωθή και αρπάσας το σπαθοράβδι του ώρμησεν έξω.

Μαθών τούτο ο αυτοκράτωρ ώρμησεν εναντίον της πόλεως. Η προφυλακή του αυτοκρατορικού στρατού συγκρουσθείσα μετά της φρουράς του Χοσρόου την κατέστρεψε και άλλους μεν εφόνευσεν, άλλους δε και αυτόν τον αρχηγόν έφερε δεσμίους εις τον Ηράκλειον.

Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού. — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . ., — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;

Εσύναξες τόσο καλή συντροφιά κ' εγώ τίποτα, αι; Και αφήσας εμέ, εστράφη προς τους συντρόφους μου· αλλά το δωμάτιον ήτο κενόν. Οι φίλοι μου που τον εγνώριζαν κάλλιστα, ετράπησαν αυτοστιγμεί εις φυγήν, εκτός, εννοείται του Φ. Ο οικοδεσπότης ώρμησεν εις καταδίωξίν των, αλλά σκοντάψας εις το κατώφλιον της έξω θύρας κατέπεσε βλασφημών. Αυτό το επάθαινε συχνά.

Ο Βινίκιος ώρμησεν εις την οδόν και ήρχισε να τρέχη με όλας του τας δυνάμεις προς την Λιμενίαν οδόν, προς το μέρος, εκ του οποίου είχεν έλθει. Αι φλόγες εφαίνοντο να τον καταδιώκουν, άλλοτε περικυκλούσαι αυτόν με νέφη καπνού, άλλοτε καλύπτουσαι αυτόν με σπινθήρας, αίτινες έπιπτον επί της κεφαλής, του λαιμού και των ενδυμάτων του.

Και πώς το ελυπήθηκε ο Μάκβεθ! Δεν τον είδες πώς ήναψε το αίμα του και ώρμησεν αμέσως κ' εσκότωσε τους φύλακας, ενώ κ' οι δύο ήσαν δούλοι ακόμη του πιοτού κ' αιχμάλωτοι του ύπνου; Μη δεν το έκαμε καλά; — Και γνωστικά προς τούτοις! Διότι ποιος δεν ήθελε μ' αυτούς αγανακτήσει αν ήκουε να τ' αρνηθούν αυτοί κατόπιν; Ώστε συνέπεσαν τα πράγματα περίφημα, σου λέγω.

Έκλαιγε στο κρεββάτι της που σ’ αυτό πάνω διπλό κακό της έμελλε δυστυχισμένη άνδρα από άνδρα και παιδί να κάμη εκείνη από το ίδιο της παιδί. Και δεν γνωρίζω πώς έπειτα σκοτώθηκεν η Ιοκάστη. Γιατί με βίαν ώρμησεν ο βασιλέας, κι έτσι δεν μας εδόθηκε καιρός να ιδούμε τη συμφοράν οπού ’βρηκε τη δέσποινά μας. Γυρίσαμε το βασιλιά να ιδούμε Οιδίπουν. Ωσάν τρελλός ώρμαε αυτός μεσ’ στο παλάτι° έτρεχε.