Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Έως εδώ είχε φθάσει εις την αφελή διδαχήν του ο γέρο-Πέτρος. Αίφνης την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γεωργάκης ανεσκίρτησεν, ανεσηκώθη αποτόμως, κ' ήρπασε την χονδρήν ράβδον, αγριελαιίνην ράβδον του γέροντος μοναχού. Ο γέρο-Πέτρος έστρεψε βλέμμα προς αυτόν, και τον είδεν έντρομος. Είχον εξογκωθή βλοσυρά τα όμματά του, αι τρίχες της κεφαλής του εφρικίασαν, και αφήκεν αλλόκοτον φωνήν: — Τι ήρθες εδώ;
Είχε φθάσει η κρισιμωτάτη στιγμή, καθ' ην ήτο υποχρεωμένος να σκεφθή περί της σωτηρίας του, διότι το κύμα των φλογών επλησίαζε και οι στρόβιλοι του καπνού απέκλειον σχεδόν εξ ολοκλήρου την ατραπόν. Ρεύμα αέρος έσβυσε το κηρίον, το οποίον είχε μεταχειρισθή εις την οικίαν.
Είχεν ακουσθή και πάλιν χολέρα εις την Αίγυπτον, και το υπουργείον των Εσωτερικών συνείθιζε ν' αποστέλλη κατ' εκλογήν τον ιατρόν τούτον εις την διεύθυνσιν του εν Δήλω λοιμοκαθαρτηρίου. Αντ' αυτού η κυβέρνησις είχε στείλει προσωρινώς ως υγειονόμον γηραιόν τινα ιατρόν, τον κ. Μ., όστις δεν είχε φθάσει ακόμη. Εν τω μεταξύ υπήρχεν είς απόφοιτος της ιατρικής, διατρίβων εν τη νήσω.
Σ' όλο το διάστημα νόμιζε πως βρισκότανε στο άπειρο, μακριά από τον κόσμο, κι' είχε φθάσει να πιστέψει για μόνο κόσμο, τον κόσμο του καραβιού του. Τα φώτα της πολιτείας όμως τον θαμπώνανε και τον τυφλώνανε τώρα. Ήτανε κει η ζωή, και ξαναγύριζε με δυνατό φτερούγιασμα η ψυχή του στους φωτισμένους δρόμους και στα χαρούμενα κέντρα, που τον γνώριζαν και τάχε γνωρίσει τόσο.,
Εξ αμνημονεύτων χρόνων ήτο συνήθεια να συλλέγωσιν ένα φόρον προς διατήρησιν του Ναού, ήμισυ σεκέλ κατ' έτος, από πάντα Ιουδαίον όστις είχε φθάσει εις ηλικίαν είκοσιν ετών, ως «λύτρον υπέρ της ψυχής αυτού τω Κυρίω». Ο φόρος επληρώνετο υπό παντός Ιουδαίου πανταχού του κόσμου, πλουσίου ή πτωχού, όπως δειχθή ότι αι ψυχαί πάντων είνε ίσαι ενώπιον του Θεού.
Γυριζόμενος δε προς τον Λαλάν μου, πόσον είμαι δυστυχής, του είπα με θλίψιν αν ολίγον προτήτερα είχα φθάσει, ήθελα ιδεί την Ρετζίαν. Αυθέντη μου, απεκρίθη ο Λαλάς με μεγάλην χαράν, ευχαριστώ τον ουρανόν, που εσύ δεν είδες μίαν τόσον φθοροποιάν μορφήν, η οποία δεν ήθελε σου προξενήσει άλλο παρά ζημίαν.
Η Σμάλτω ήδη είχε φθάσει εις την οφρύν της λοφοσειράς, οπόθεν η πεδιάς ηπλούτο πέριξ, μ' ελαφρούς κυματισμούς μέχρι της θαλάσσης.
Ο μπάρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε φθάσει αρτίως κ' εκάθητο επί της πεζούλας, έξωθεν του ναΐσκου της Παναγίας, περιμένων να έλθη ο παππα-Μπεφάνης, διά να διαβάσουν τον εσπερινόν — ήτο δε τότε η ημέρα του αγίου Στεφάνου, τρίτη από των Χριστουγέννων — επρότεινε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν λεπτόν αλλά γερόν σχοινί, να κάμουν θηλειάν, τεχνικά, εις την άκρην και να το ρίψουν κάτω, διά να τραβήξουν τας δύο αίγας.
Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ! . . . Εν τούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα . . . Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Αλλ' ευτυχώς ο Χριστοδουλής είχε φθάσει ήδη. — Μπράβο! μπράβο ! . . . κυρία Πολύμνια! Εγώ τα ξέρω που είνε τα ίτσια . . . τώρα να πάμε να κόψουμε . . . — Θα με υποχρεώσετε πολύ, επανέλαβε και προς τους δύο η Πολύμνια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν