Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Αλλ' όμως ήτο αληθές. Αι αισθήσεις του δεν ηδύναντο να απατήσωσιν αυτόν, ουδ' αυτός ηδύνατο ναπατήση τους άλλους. Ότε συνήλθεν εκ της εκπλήξεως, το δεσπόζον αυτού αίσθημα ήτο η επιθυμία. Επόθει να επανίδη την άγνωστον εκείνην θεότητα, την διφυή εκείνην νύμφην, ήτις είχεν ευεργετήσει αυτόν τοσούτον επικαίρως.
Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης. — Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον. Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς.
Αλλά μόλις ήκουσε την κατ' αυτού ύβριν της γρηά Γαλανής εξηγέρθη όλος, ύψωσεν υπερηφάνως την κεφαλήν, συνήλθεν ευθύς εκ της μέθης του και με τρέμοντα εκ της οργής χείλη επανέλαβε: — 'Σ την πομπή μου! ακούς 'ς την πομπή μου! εμένα 'ς την πομπή μου, παληόγρηα;
Όλη η αγωνία της καρδίας του κατά την ύποπτον αυτήν πορείαν εξέσπασεν εις μανίαν. Υποπτεύει ότι ο Θανάσης κατεχράσθη την εμπιστοσύνην του, αποκρύψας το χρυσίον, και μαίνεται κ' εκ της μανίας δεν δύναται να αρθρώση λέξιν. Τότε μόλις εκ του νέου τούτου τρόμου συνήλθεν ο δειλός Θανάσης. Ο νέος φόβος απεδίωξε τον παλαιόν. — Θα τα πήραν τα χρήματα αι Νεράιδες! λέγει με αφέλειαν μωρού ανθρώπου.
Είτα ευθύς συνήλθεν εις εαυτήν, εδοκίμασε πάλιν να προφέρη της προσευχής τα καταπραϋντικά λόγια. «Κύριε Ιησού . . . » Την ιδίαν στιγμήν ανεπόλησε τα λησμονημένα λόγια ενός τροπαρίου, το οποίον είχεν ακούσει πολλάς φοράς εις την νεότητα της να ψάλλη ένας γέρων ιερεύς «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ. . . Ιησού μακρόθυμε!» Τότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος.
— Δόξα εις το όνομά του! έκραξε χορός φωνών. — Ο Λίνος; Αλλά δεν ήκουσε την απάντησιν, διότι ελιποθύμησεν εξηντλημένος εκ των αγώνων. Όταν συνήλθεν, ευρίσκετο εις ένα κήπον του Κοδετάνου, περιστοιχούμενος υπό γυναικών και ανδρών, και αι πρώται λέξεις, τας όποιας ηδυνήθη να προφέρη υπήρξαν: — Πού είναι ο Λίνος;
Στηριζόμενος επί των χειρών του, έστρεφε την κεφαλήν ως ζώον το οποίον έχει συλληφθή εις τα δίκτυα, και έρριπτε παράφρονα βλέμματα ζητών να ίδη πόθεν θα επήρχετο ο θάνατος· Δεν επίστευεν ακόμη ούτε τους οφθαλμούς του ούτε τα ώτα του, και δεν ετόλμα να ελπίση ότι θα του έδιδον χάριν. Ολίγον κατ' ολίγον συνήλθεν εις εαυτόν. Τα χείλη του μελανιασμένα έτρεμον ακόμη από φόβον.
Αλλ' άμα το επλησίασεν εις τα χείλη του, κατελήφθη υπό ρίγους και αηδίας. Μόλις επρόφθασα να πάρω οπίσω το αγγείον. Τον κατέλαβον σπασμοί φοβεροί. Ενόμιζα ότι τελειώνει. Μετ' ολίγον συνήλθεν. — Αχ, είπεν, ο γέρος μου τα πταίει. Αν εφρόντιζε να μου φέρη το λυσσόχορτον, δεν θ' απέθνησκα λυσσασμένος!
Το Συνέδριον συνήλθεν εν πνεύματι μίσους και αμηχανίας. «Τι ποιούμεν, ότι ο Άνθρωπος ούτος πολλά σημεία ποιεί;» Δεν ηδύνατο ν' αρνηθώσι το θαύμα· δεν ήθελον να πιστεύσωσιν εις Εκείνον όστις το έπραξεν.
Αφού συνήλθεν ο Πραγματευτής από τον φόβον του εκαβαλίκευσε το άλογον του και φεύγοντας από εκείνον τον τόπον ηκολούθησε την στράταν του· αλλ' εάν έπρεπε να χαρή διά τον κίνδυνον που απέφυγεν, ελυπείτο υπερβολικά διά τον όρκον που έκαμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν