United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συ είσαι νιος και βλέπεις. — Ε, πώς νυστάζω. — Α, υπναρά. — Άφσε με να κοιμηθώ. — Νάνι, νάνι, το μικρό. — Ωχού, ουχού! έκαμεν ο Βούγκος χασμώμενος. — Δεν ακούς και τον Μάχτο; — Πού 'νέ τος; — Σηκώθηκε. — Τι κάνει; — Μιλά με τον πατέρα σου. — Ε, άφσε τους να 'μιλούν. — Και συ να κοιμάσαι; Δεν χόρτασες τον ύπνο; Ο Βούγκος δεν απήντησε πλέον.

Εκεί απ’ έξω ήτο μία στοίβα χόρτου, και μεταξύ της στοίβας και της οικίας ήτο έν μικρόν κτίριον καλαμοσκεπασμένον. — Θα κοιμηθώ εκεί εις την σκέπην, είπεν ο μικρός Κλώσος. Δεν πιστεύω να καταίβη ο πελαργός να μου δαγκάση την νύκτα το πόδι^ διότι παρετήρησεν ότι ένας πελαργός είχεν εκεί παρεπάνω την φωλεάν τον.

Να κοιμηθώ. — Καλά· δέσε τ' αρνάκι σουτο παλούκι κ' έμπα μέσα. Αλλ' η Μάρω ήθελε να πάρη μαζί της και τον Γιάννο· δεν ήθελε να τον αφήση έξω και μάλιστα καταμόναχον. Ο γέρων χωρικός όμως δεν επέτρεπε τοιούτον τι· αρνί μέσα εις τον πύργον, πού ηκούσθη ποτέ! έπειτα κλέφτες με κλέφτες δεν επάτησαν ποτέ εκεί.

Μη φοβείσαι, απήντησεν ο σκληρός Γύφτος. Αλλ' η φωνή του έτρεμε. Η Αϊμά παρετήρησεν ότι ήσαν μόνοι. — Δεν είνε άνθρωποι εδώ; είπε. — Τώρα θα έλθουν, απήντησεν ο ακάματος Πρωτόγυφτος. — Καλλίτερα να μην έλθουν, εσκέφθη η Αϊμά. Μεγαλοφώνως δε είπε·Δεν θέλω να μείνω εδώ. — Και πού θα υπάγης; — Προτιμώ να φύγω. — Για να σου πω, είπεν ο Γύφτος, εγώ είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ.

Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το φαγί που εις αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός απεφάσισα να ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να κοιμηθώ αναπαυμένος.

Ο Βινίκιος του οποίου η καρδία ήρχισε να πάλλη ταχύτερον, ευθύς ως την είδε, την επέπληξε, διότι δεν εφρόντισεν ακόμη να αναπαυθή, αλλ' εκείνη απήντησε φαιδρά: — Ήθελα ακριβώς να κοιμηθώ, αλλ' έρχομαι να αντικαταστήσω τον Ούρσον. Έλαβε το κύπελον, εκάθησεν εις την άκραν της κλίνης και ήρχισε να δίδη τροφήν εις τον Βινίκιον, όστις ήτο συγκεχυμένος και ευτυχής συνάμα.

Δεν πειράζει, Μάρω μου· πήγαινε μέσα· είπεν ο Γιάννος εννοήσας τας σκέψεις της. — Μάνα σ' αφήσω μοναχόν;. . . . . — Δεν πειράζει· κ' εγώ θα κοιμηθώ. . . . . . Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κ' ήθελε πολύ να την αφήση να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός. Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη.

Τώρα λοιπόν ησύχασε, Νίκο, και κοιμήσου. — Πώς θέλεις να κοιμηθώ με αυτά τα κρανία απ' επάνω μου! — Όπως θέλεις, εγώ όμως θα κοιμηθώ. Εξεδύθην και έπεσα εις τα μαλακά στρώματα της σιδηράς κλίνης, ενώ ο Νίκος εξηπλώθη με τα ενδύματά του επί της κλίνης του, με απόφασιν να μη σβύση τον λύχνον και να περιμείνη ούτω την ανατολήν του ηλίου.

Η γυνή μετά τινα σιωπήν απήντησε: — Δεν ξέρω κ' εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ' εδώ ή όχι!... Ο ίδιος θα μου 'πή... Εγώ τάχω αλλού τα ρούχα μου... Αυτά που βλέπεις δεν είνε ρούχα... Να τον ιδώ μόνον και μπορεί να με οδηγήση αλλού να φύγω... — Δεν είνε ρούχα, αμμή, τι είνε; εφώναξεν η Δημητρούλα.

Άφες, ω Άνθρωπε, να κοιμηθώ. Σου επιστρέφω τον κόσμον σου. Όπως τον εύρον τον αφήκα· διότι αι πτέρυγες, τας οποίας μου αφήρεσε, κατέστησαν αιτία όπως πλειότερον καταπέση. Διότι τας έκλεψε. Και δεινότερον δι' αυτών τον αγώνα κατέστησε, διότι έκαστος έκλεψε μόνον δι' εαυτόν, ουχί δε, ως ο Προμηθεύς, διά τον κόσμον.