United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Μέσατα σπήτια ανοίγομε » Μασγάλια, μεςτους τοίχους, » Αμέτρητους γκρεμίζουμε, » Τους πνίγομετο αίμα, » Τους στρώνομε 'ςτά χώματα. » Κι' αυτού κοντάτο γέμα, » Τρομπέταις 'πό την Εκκλησιά » Ακούσαμε τους ήχους

Πλην, όταν ήλθε πράγματι η Στρατολογική Επιτροπή, προς μεγάλην χαράν του Δημάρχου, και κατέλυσαν άλλοι εις την Δημαρχίαν, άλλοι στο οιονεί ξενοδοχείον, κι' άλλοι στα σπήτια μερικών, ο Γιάννης, χωρίς να παύση τα γέλοια, η ενδόμυχος ευθυμία και το θάρρος του έφυγαν, κ' ηρνήθη αποτόμως να παρουσιασθή ενώπιον της Επιτροπής.

Μια βραδυά είν' αυτή. Η Γιάνναινα σχεδόν συνεκινήθη από τον ταπεινόν τρόπον του Βαγγέλη, αλλά δεν ήθελε να το δείξη· ίσως επειδή ενόμιζεν ότι δεν αρμόζει εις μίαν οικοκυράν, όπου έχει σπήτια κ' ενοικιάζει, να φαίνεται δεικνύουσα συμπάθειαν προς εκείνους οι οποίοι «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», καθώς κάμνουν άλλαι γυναίκες του δρόμου. — Τι να κάμουμε, πλέον!... είπε με στρυφνόν τρόπον.

« Άλλο μην περιμένετε. » Γιατ' ήλθε η χρονιά μας· » Ν αφήσουμε τα πρόβατα. » Με τα λαμπρά κουδούνια, » Και ν' ανεβούμετα βουνά. «'Ψηλάτα κορφοβούνια. » Ν' αφήσουμε τα σπήτια μας, » Τη δόλια φαμηλιά μας

Κύττα, κύττα . . . κι' εδώ κι' εκεί πέρα όλοι κτίζουν, και συσυμφορά σου! — κτίζεις σπήτια, μα πού; . . . 'στον αέρα· αλλ' αυτά πάρτα συ, χάρισμά σου. Κύττα έναν που πάει 'μπροστά. . μήπως είναι κανείς τραπεζίτης; κύτταξέ τον τι πόζα βαστά . . . κι' όμως ξέρεις τι είναι; . . . μεσίτης.

Και μετά μίαν στιγμήν επέφερεν: — Αχ, παιδί μου, για ν' αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είνε, πρέπει να έχη μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είνε αυτός μ' ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπήτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό, θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.

Εσταθήκαμεν ξεχωριστά διά να στοχασθούμεν ένα παλάτι, που μας εφάνηκε να ήτον μία φτιάσις πολλά εξαίρετη, και ήτον ξεχωριστόν από τα άλλα τα σπήτια, κείμενον εις την άκρην της πολιτείας, περιτειχισμένον με χαμηλά τείχη, και ολοτρόγυρα του τείχους ήτον πολλότατοι πύργοι πολλά υψηλοί και στενοί.

Εκείνην την βραδειάν είχε μείνει διά να φυλάξη τα κορίτσια την νύκτα, οπού είνε πάντοτε μυστήριον και αβεβαιότης, ο μπάρμπα Σταμάτης ο Καρδοπάκης. Ήτο φαιδρός και πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριά» του χωριού. Ήξευρεν εκάστοτε να λέγη στα κορίτσια χίλια τραγούδια, όνειρα, παραμύθια. Παντού τον εύρισκες, παντού ήτο παρών, στα σπήτια, στα μαγαζειά, στα ξωκκλήσια, στα καλύβια.

« Γέμισεν από πτώματα Των Χριστιανών η Πόλι, « Τσακίζουν θύραις, 'μπαίνουνε «'Στά σπήτια και σκοτώνουν « Όπου κι' αν εύρουν Χριστιανό, « Και πανταχού απλόνουν « Τη βία και το θάνατο » Οι Γενιτσάροι όλοι.» « Ακούονται ολολυγμοί, » Και κοπετοί, και θρήνοι. » Βλέπουν σφαγμένα τα παιδιά » Αι δύστυχαι η μανάδες, « Ο άνδρας τη γυναίκα του, » Κλαίνε. Αλλ' οι φονειάδες » Δεν άκουγαν.

Είνε από εκείνους τους μικρούς ανθρώπους, τους αγνώστους τους αφανείς· τον οποίον όμως δεν θα εδίσταζε, νομίζω, ένας να ονομάση και ήρωα! Τουλάχιστον εις εμέ τοιούτος παρουσιάζεται και ελπίζω, μετά την διήγησιν, να με δικαιώσετεΚαι ο ιατρός εξηκολούθησε. «Τα σπήτια μας ήσαν κατάντικρυ, και κάθε πρωί, μετά τον ύπνο, το πρώτον πρόσωπον όπου έβλεπα ήτο ο γέρω Αντωνέλλος.