Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Ως και η δηλητηριώδης και αχρεία χλαμπάτζα, από την οποίαν τρώγουν αι αμνάδες και χλαμπατζάζουν, είχε και αυτή τα λουλουδάκια της, ωχρά ως κρόκον ωού, διά τα οποία θα εσυγχώρει τις το κακόν ιδίωμά της. Μετ' ολίγον διερχόμεναι αι γυναίκες σιτοφόρον αγρόν εξηφανίσθησαν μέσα εις τους αστάχυς, υψηλούς λίαν.

Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα, ώστ' εκέρδησεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου.

Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποίαν εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, όπου ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχεία. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου.

Ότε η ωχρά και ηλλοιωμένη του Ποντίφηκος μορφή επέλαμψεν εις το παράθυρον, φωτιζόμενη υπό αμυδράς ακτίνος διαπερώσης τα νέφη των ακρίδων, πολλοί των επαναστατών υπό ακουσίου καταληφθέντες σεβασμού προσέκλιναν εδαφίως, ως αι σημαίαι των Ρωμαίων στρατιωτών προ του Χριστού, ότε ενεφανίζετο ενώπιον του Πιλάτου, αλλά και πολλαί ασεβείς χείρες υψώθησαν πάλλουσαι πέτρας και σαπρά μήλα και πολλά Φαρισσαίων χείλη εξήμεσαν κατά του αντιπροσώπου του Ιησού ύβρεις και κατάρας.

Ωχρά, διαφανής, μεταξωτή, είχε κρυολογήσει εις την εξοχήν το περασμένον φθινόπωρον, όπου επήγε κ' έμεινε δύο-τρεις ημέρας εις το ιδιόκτητον καλύβι της οικογενείας, εκ φιλοτιμίας βοηθούσα τας εργατίνας εις το μάζεμμα των ελαιών, ακόμα και υπηρετούσα εις την έκθλιψιν του ελαίου, εις το πατητήρι, το οποίον υπήρχεν εις το κατώγι της μικράς επαύλεως.

Έφεξαν εις τον Στρουφλιά, αντικρύ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτύων, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκ'ναριές. Τότε οι επιβάται είδον αλλήλους υπό το πρώτον λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ωχρά και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραί και χείρες κοκκαλιασμέναι.

Η Μόρφω, λευκή και ωχρά, με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ' ενεθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ' αυτής.

Εκάθητο εκεί γαλήνιος, σιωπηλός, αναμετρών το κομβολόγι του ως ηγούμενος Αγιορείτης. — Ο φόρος του ελαιοκάρπου 15 χιλιάδες, επανέλαβεν η φωνή του κήρυκος έξωθεν. — Και πεντακόσιες ακόμα! Ηκούσθη τότε ο κυρ-Δημάκης, ακίνητος, ατάραχος ως δεμένη αμνάς. Ο όγκος της μηλωτής ανεσάλευσε. Χειρ εξήλθεν από τινος πτυχής, χειρ ωχρά και ασθενής. Συνέλαβε την πένναν η χειρ και εσημείωσε το ποσόν.

Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη. — Τι έχεις, κορίτσι μου, της είπεν ο πατήρ της. — Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω από τον καϋμό μου! Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης. Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν.

Και όμως, ενώ με αγαπούσε τόσον, μ' έρριψεν εις τον κρημνόν διά να με φονεύση. — Εκείνος; — Εκείνος ο ίδιος, είπε τρέμουσα η Αϊμά και συσπώσα τους βραχίονας. Τα χείλη της δε είχον καταστή ωχρά. Οι οφθαλμοί της είχον στυλωθή εις αόρατόν τι φάσμα, ιστάμενον ενώπιόν της. — Σ' έρριψε λοιπόν από τον κρημνόν; επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Μ' έρριψε διά να με φονεύση. Αλλ' έπεσα εις τον ποταμόν, και πάγωσα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν