United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώπερνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.

Κι απ' όλα το χερώτερο, που οι Ρωμαίοι, που τόσους χρόνους αψηφούσαν τη νέα θρησκεία και την άφιναν απείραγη, βλέποντας άξαφνα τέτοια δύναμη να ξαπλώνεται σε Ασία κ' Ευρώπη, τέτοιον κύκλο μέσα στον κύκλο τους, δεν μπορούσαν πια να κάθουνται και να τη βλέπουν αδιάφορα τη Χριστιανική την πλημμύρα.

Τοιαύται λογίζονται κυρίως αι τάξεις των ποιμένων, των αλιέων, των γεωργών, των πολεμιστών. Πρέπει λοιπόν εκείσε να προσδράμη τις και να σταχυολογήση πριν ή η πλημμύρα του νέου πολιτισμού εισβάλη μέχρι των κρυψώνων εκείνων και παρασύρη και πνίξη παν ό,τι ανελπίστως και θαυμασίως διεσώθη. «Ξεραίς παλαμονίδαις...» σ. 140 Παλαμονίδα είδος σκληράς ακάνθης. Όνωνις των αρχαίων Ononis spinosa.

Ένας πόνος απέραντος με πνίγει, θα πεθάνω από τον καημό. Η καρδιά μου φουσκώνει, και τα κλάματα γίνουνται πλημμύρα μέσα στην ψυχή μου. Όχι! όχι! δεν πρέπει να κλαίω, να τη λυπούμαι. Κατεβαίνω τη σκάλα. Λέλα μου, είσαι συ; Είναι η Λέλα με τη γλυκειά της τη φωνή· να της πάλε που ανεβαίνει σαν και πρώτα. Να η αγγελοκαμωμένη, η πιο θεόμορφη απ' όλες. Ο κόσμος δεν είδε τέτοια κόρη.

Ξαναφλόγωσε η φυσικιά τους αγριωσύνη, ξαναθυμήθηκαν τα παλαιά τους οι Γότθοι. Σαν πλημμύρα χυθήκανε ως του Ελλησπόντου τα περιγιάλια. Τήραγαν αποπάνω από τα τειχίσματά τους οι Κωσταντινουπολίτες τον καπνό και τις φλόγες στα χωριά και στα χτήματά τους. Ο Βάλεντας δε φαίνεται να καλόνοιωσε στην αρχή πόσο σοβαρή είταν αυτή η Γοτθική μπόρα, επειδή έστειλε μέτριο στράτεμα να τους παιδέψη.

Διατί συνεκεντρούτο τόσον εις αυτήν ολόκληρος η ψυχή μου; Διατί μου έπνιγε τον λαιμόν η πλημμύρα της λύπης; Τι κοινόν μεταξύ εκείνης κ' εμού; Διατί τα θολά βλέμματά μου προσηλούντο εις μόνην της ωχράς της μορφής την απούσαν εικόνα; Ω! πώς ηυχόμην να κοπάση η τρικυμία! Ησθανόμην ότι χάριν της θα έδιδα κατ' εκείνην την στιγμήν το παν διά να επέλθη η γαλήνη.

Έπρεπε να εξατμίσει, ν' αδειάσει, αδιάφορο πως, όλο το αίσθημα της γυναίκας. Η πλημμύρα του θα τον έπνιγε. — Δεν έχω καμιά φιληνάδα ή ερωμένη έξω, είπε, μα δεν με νοιάζει. Θα γράψω ένα γράμμα στη γυναίκα και θα της πω ό,τι αισθάνομαι γι' αυτήν ή από την έλλειψη της. Πιστεύω ότι μπορώ έτσι να νομίζω ότι μιλώ με κάποια, και ότι την έχω κοντά μου και μ' ακούει.

Τούτο το ακατέργαστον και άπεπτον αίμα φέρουσιν είτα αι φλέβες εις την καρδίαν, ήτις το κατεργάζεται εις τέλειον αίμα. Ήτις φέρει εις τον ύπνον. Το ότι ο ύπνος είναι αναισθησία οιαδήποτε. Αλλά τούτο είναι αδύνατον• άρα ο ύπνος δεν είναι απλή αδυναμία του αισθάνεσθαι. Όπως η πλήμμυρα και άμπωτις στενού τινος.

Μαύρη, θολή πλημμύρα Το πάτημά του ακολουθεί, σαν νάταν ένα κύμα Πώσερνε φύκητο γιαλό. Τασπράδι του ματιού του Έσταζεν αίμα και χολή...

Το γέλοιο που φορτώνει μολίβι την καρδιά, σφίγγει μάγγανο τη συνείδησι, το αίμα φέρνει πλημμύρα στο κεφάλι μας. Έτσι την εσυνειθίσαμε πάντα μαζί, που επίστεψε καθένας πως η γυναίκα εκείνη ήρθε να σκορπίση σε όλους την άμετρη χάρι της και ποτέ σ' ένα μοναχά· ποτέ! Έτσι φαίνεται το εσυνήθισε κ' εκείνη· έτσι το επίστεψε και το ήθελε.