Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Οπίσω δεν τον φέρνεις, κ' αισθάνεσαι πλειότερον την λύπην του χαμού του. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αισθάνομαι πως μ' έλειψεν ο φίλος μου, και κλαίω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Δεν κλαίεις τόσον κόρη μου, τον θάνατον εκείνου, όσον που ζη ο μιαρός, που 'πήρε την ζωήν του. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποιος είν' αυτός ο μιαρός; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ο μιαρός Ρωμαίος.

Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτε κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτε. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχωμεν πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς.

Εσύ μονάχα; να κι' εγώ.. αστρονόμο χάψι έβανε, αμά ντεν κλαίω... ντε φωνάζω πουφ μουφ... μην κλαις... σώπα σώπα.... έλα κοντά, πάρε καλαμάρι σου, πένα σου, γράψαι αναφορά ς' το Κύριο Διοικοτή, φίλο ντικό μου είναι, να βγάνη όξου.. άιδε· κάμε γλίγωρα να στείλουμε. ΛΟΓ. Και δη γραπτέον.... ευ έχει. ΑΝΑΤ. Εμ μεβ, άφστο πγιά.. γράψαι. ΑΝΑΤ. Έγραψες; ΛΟΓ. Ναι.

Δούλεψεςδε δούλεψες; πούνε το λοιπόν η σοδειά σου; Α δε μούστελνε ο Θεός το κορίτσι, θα καθόμουν ολομόναχη σαν κουρούνα να κλαίω την ερμιά μου! — Έχεις άδικο, γριά· μα τον Ύψιστο έχεις άδικο να με μαλώνης. Τι φταίω 'γω σ' αυτό; — Τι, εγώ φταίω; — Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα· είπε ο γέρος, χαμογελώντας με το θυμό της. Ούτε συ φταις ούτε γω. Έτσι θέλησε ο Θεός κ' έτσι έγινε.

»Όταν όμως με βλέπεις να κάθουμαι και να κοιτάζω μέσα μου, όπως συνειθίζεις να λες, τότε πρέπει να ξέρης πως δεν κάνω τίποτες άλλο παρά εκείνο που έκαμα πάντα, ακόμα και πρι να σε γνωρίσω κι αρχίσω την πραγματική μου ζωή. Κι αν κλαίω, δεν πρέπει να νομίζης πως είμαι δυστυχισμένη. Είναι μόνο κάτι που πρέπει να το συλλογίζουμαι κάποτε, γιατί ξέρω πως θαρθή και γιατί το ήξερα πάντα πως θαρθή.

Την αυγήν πάλιν την παρακαλεί να παύση, και αυτή του λέγει, ότι, αν δεν μου ειπής το τι είπεν ο γάιδαρος, εγώ δεν θέλω παύσει να κλαίω. Της αποκρίνεται ο άνδρας, ότι, αν σου το ειπώ, κινδυνεύει η ζωή μου. Και αυτή λέγει του, ας γίνη ότι γίνη, θέλω να το μάθω, ειδεμή από την λύπην μου και από το κλαύσιμον αρρωστώ και αποθνήσκω.

Μια ελαφρότης σοβαρά, — σπουδαία ματαιότης, — και χάος ασχημόπλαστον μορφαίς καλαίς γεμάτον, — και ο καπνός ολόλαμπρος, — και το πτερόν μολύβι, — 'σαν πάγος κρύα η φωτιά, — κι’ αρρώστια η υγεία, — και ύπνος ολοάγρυπνος, που είναι και δεν είναι... Ιδού τι έχωτην καρδιάν, κ' είν' η καρδιά μου άδεια! Δεν με γελάς; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δεν σε γελώ, εξάδελφέ μου· κλαίω. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλή καρδιά! Και κλαίεις τι;

Πώς να μην την πιστέψης, άμα σου μιλήση, άμα τη διής; Δεν είναι δική μου, τώρα που την έχω κοντά μου, τώρα που τη βλέπω; Δεν είναι τα λόγια, της ζάχαρη και μέλι; Γονατίζω μπροστά της. Χέρια και πόδια της φιλώ. Λέλα μου, σκότωσε με, να τελειώσω. Διές με που κλαίω σαν το παιδί. Δεν τόννοιωσες ακόμη πόσο σ' αγαπώ; Δεν το φταις εσύ που πονώ· το φταίει η αγάπη που σου έχω. Λέλα μου, να με λυπηθής.

Καλά σου το λέει, ξενινιασμένε, είπε με θυμό η μάνα μου. Δεν πας όξω να βρης τσι σόγκαιρούς σου, μόνο κάθεσαι στο σπίτι με τσι γυναίκες, σα νάσαι κοπελιά; Δεν ντρέπεσαι μια ολιά! Όρμησα έξω, αλλά δεν πήγα μακριά· κιόταν σε λίγο έφευγε το Βαγγελιό, μείδε να κλαίω πίσ' από ένα δέντρο.

Αφού ετελείωσε αυτά τα λόγια ανεχώρησεν από το πηγάδι, εις το οποίον με άφησε να φωνάζω και να κλαίω όσον εδυνόμουν.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν